Φέτος λείπει από τον ΠΑΝΤΖΙΤΖΙΦΙΑΚΟ ο εμβληματικός αρχηγός του, ο δυναμικός ακραίος μπακ Χριστόφορος Ανδρώνης! Είχαμε συνηθίσει τόσα χρόνια να τον βλέπουμε στο γήπεδο, αλλά δυστυχώς η εργασία του δεν του επιτρέπει να προπονείται κανονικά και να συμμετέχει στις αγωνιστικές υποχρεώσεις της ομάδας του. Ήταν, λοιπόν, μια καλή ευκαιρία να μιλήσουμε μαζί του, να μάθουμε πώς αισθάνεται ένας ποδοσφαιριστής που δεν μπορεί να αγωνιστεί όπως ο ίδιος έχει συνηθίσει, και είναι σίγουρο ότι με τα λόγια του εκφράζει και τους πολλούς φέτος ποδοσφαιριστές που βρίσκονται ακριβώς στην ίδια δυσάρεστη θέση…
– Χριστόφορε, πόσο εύκολο ή δύσκολο είναι για έναν ποδοσφαιριστή να μην αγωνίζεται;
Είναι πάρα πολύ δύσκολο! Ειδικά όταν το έκανε αυτό για πάρα πολλά χρόνια και έχει γίνει βίωμά του να πατάει το “χορτάρι” κάθε Κυριακή! Εγώ είμαι 34 χρονών, θεωρώ ότι είχα μερικά χρόνια ακόμα να παίξω ποδόσφαιρο στα γήπεδα του Πειραιά, αλλά, δυστυχώς, η ανάγκη για εργασία βάζει το ποδόσφαιρο στο περιθώριο…
– Θύμησες μας την ποδοσφαιρική σου πορεία…
Βασικά έχω παίξει ποδόσφαιρο σε δύο ομάδες, τον ΑΟΚ ΦΑΛΗΡΟΥ και τον ΠΑΝΤΖΙΤΖΙΦΙΑΚΟ. Είχα ένα πέρασμα το 2014 από την ΘΥΕΛΛΑ ΜΟΣΧΑΤΟΥ, αλλά δεν αγωνίστηκα καθόλου εκεί λόγω τραυματισμού. Στον ΠΑΝΤΖΙΤΖΙΦΙΑΚΟ αγωνίζομαι ανελλιπώς από το καλοκαίρι του 2015 και είμαι τα τελευταία χρόνια ο αρχηγός της ομάδας…
– Έχεις ζήσει κάποιες πολύ όμορφες στιγμές όλα αυτά τα χρόνια που αγωνίζεσαι;
Έχουμε ανέβει δύο φορές από την Β’ στην Α’ κατηγορία της ΕΠΣΠ με τον ΠΑΝΤΖΙΤΖΙΦΙΑΚΟ και μία φορά με τον ΑΟΚ ΦΑΛΗΡΟΥ! Αυτές είναι οι πιο ευχάριστες αναμνήσεις που έχω στην καριέρα μου. Βασικά, η Α’ Πειραιά είναι η μεγαλύτερη κατηγορία που έχω αγωνιστεί. Πάντα η εργασία δεν μου άφηνε περιθώρια να παίξω σε ανώτερο επίπεδο…
– Γνωρίζεις και άλλα παιδιά που δεν αγωνίζονται φέτος;
Δυστυχώς, είναι περισσότερα από κάθε άλλη φορά! Λίγο ο κορωνοϊός, λίγο οι μεγάλες απαιτήσεις που υπάρχουν για να βγάλει κανείς τα απαραίτητα, πολλοί αναγκάζονται να σταματήσουν να ασχολούνται με κάτι που αγαπάνε πάρα πολύ, αλλά δεν τους αφήνει κανένα υλικό κέρδος. Ζούμε σε πολύ πιεστική εποχή…
– Πώς βλέπεις φέτος την ομάδα σου, Χριστόφορε;
Νομίζω ότι και φέτος ο ΠΑΝΤΖΙΤΖΙΦΙΑΚΟΣ κάνει μια πολύ αξιόλογη και τίμια χρονιά! Βρίσκεται ψηλά στην βαθμολογία, έχει παίξει όμορφο ποδόσφαιρο, και μην ξεχνάμε ότι έχει αρκετές ελλείψεις με σημαντικότερη την δική μου! (γέλια…)
– Έτσι! Πού οφείλεται αυτό κατά την γνώμη σου;
Πρωτίστως στους ανθρώπους της Διοίκησης. Βρίσκονται πολλά χρόνια μαζί και αγαπάνε πολύ τον σύλλογο! Αναφέρομαι στον Παναγιώτη και τον Θοδωρή Ξανθόπουλο, τον Αλέκο τον Ρουμελιώτη, τον Διονύση τον Παπαδούλη, αλλά και τον προπονητή μας τον Παναγιώτη Χατζηλία, που κάνει εξαιρετική δουλειά όλα αυτά τα χρόνια. Γενικά, οι άνθρωποι που είναι κοντά στην ομάδα είναι πολύ δεμένοι μεταξύ τους…
– Είχες προσωπικά κάποια ποδοσφαιρικά πρότυπα που θαύμαζες και προσπαθούσες να μιμηθείς;
Είναι αρκετοί ποδοσφαιριστές που θαυμάζω και προσπαθούσα πάντα να παίρνω στοιχεία από αυτούς. Ίσως εκείνος που ήταν περισσότερο κοντά στο δικό μου στιλ παιχνιδιού και του “έκλεβα” κινήσεις, ήταν ο Φινλανδός Γιόνας Κόλκα που είχε περάσει και από τον ΠΑΝΑΘΗΝΑΪΚΟ. Βασικά, είχε κάνει καριέρα τα περισσότερα χρόνια στην Ολλανδία…
– Από προπονητές θαυμάζεις κάποιον ιδιαίτερα;
Με τον προπονητή μας, τον Παναγιώτη Χατζηλία, υπάρχει μια ιδιαίτερη σχέση μετά από τόσα χρόνια, και θαυμάζω τον τρόπο που εργάζεται. Είναι δίκαιος και οι προπονήσεις που κάνουμε μαζί του ευχάριστες. Αν εννοείτε ξένους προπονητές, μου αρέσει πολύ ο Ότμαρ Χίτζφελντ, ο Γερμανός που έχει δουλέψει πολλά χρόνια στην ΝΤΟΡΤΜΟΥΝΤ, την ΜΠΑΓΕΡΝ και επίσης στην Εθνική Ελβετίας…
– Χριστόφορε, θα ξαναγυρίσεις στα γήπεδα;
Φέτος δεν υπάρχει περίπτωση, και δεν προλαβαίνω κι όλας να μπω στον ρυθμό της ομάδας έχοντας χάσει τόσες προπονήσεις. Μακάρι του χρόνου να αλλάξουν τα πράγματα και να υπάρχει χρόνος να παίξω ποδόσφαιρο! Πιστέψτε με, μου λείπει πάρα πολύ!
– Σ’ ευχαριστούμε πολύ! Ευχόμαστε να σε ξαναδούμε γρήγορα στα γήπεδα…
Μακάρι! Κι εγώ σας ευχαριστώ πολύ! Εύχομαι στην ομάδα μου να συνεχίσει να αγωνίζεται για πολλά χρόνια ακόμη στην μεγάλη κατηγορία του Πειραιά, και – γιατί όχι; – ακόμα πιο ψηλά!