Εφημερίδα Κοινωνική

Νοσταλγικά πειραϊκά καλοκαίρια του παρελθόντος – Γράφει ο Στέφανος Μίλεσης

 Breaking News

Νοσταλγικά πειραϊκά καλοκαίρια του παρελθόντος – Γράφει ο Στέφανος Μίλεσης
08 Ιουλίου 2021

banner_milesis

 

 

 

 

 

 

 

 

*«Από πέτρα και θάλασσα-Οδοιπορικό στην ιστορία του Πειραιά» κάθε Πέμπτη στην εφημερίδα Κοινωνική
Γράφει ο Στέφανος Μίλεσης*

 

Είναι γεγονός ότι ο Πειραιάς ήταν, και νομίζω ακόμα και σήμερα, είναι πόλη του καλοκαιριού. Ειδικά την προπολεμική εποχή, ο Πειραιάς του χειμώνα έδινε την εντύπωση μια νεκρής πόλης. Εργάτες, υπάλληλοι, βιοπαλαιστές όπως ήταν οι περισσότεροι κάτοικοι του Πειραιά μοχθούσαν όλη την ημέρα, πνίγονταν στη δουλειά, περιμένοντας την επιστροφή στο σπίτι τους για να ξεκουραστούν. Από τις πρώτες όμως ώρες του απογεύματος που συνήθως τα μαγαζιά έκλειναν τότε τα ρολά τους, οι δρόμοι ξαφνικά ερημώνονταν, χανόταν κάθε ίχνος ζωής από όλους τους δημόσιους χώρους της πόλης. Και οι Πειραιώτες αναγκάζονταν να μένουν εντός, περιμένοντας το φως της επόμενης ημέρας για να βγουν σαν τους πολιορκούμενους του Μεσολογγίου για να πάνε πάλι στις εργασίες τους. Η ερημιά των δρόμων, η ατέλειωτη χειμωνιάτικη νύχτα, το κρύο τους δημιουργούσε μια μόνιμη μελαγχολία και μια αδημονία να έρθει η άνοιξη. Ο χειμερινός Πειραιάς διέφερε παντελώς από τον θερινό. Δύο διαφορετικές εικόνες, διαφορετικοί κόσμοι. Διότι μόλις έπιανε η άνοιξη με τις μυρωδιές της γινόταν πραγματική ανάσταση, έξοδος των ελευθέρων πολιορκημένων της σόμπας και του κάρβουνου. Ο χειμώνας ήταν παρελθόν και οι βόλτες στις παραλιακές διαδρομές γίνονταν καθημερινό συνήθειο. Ορχήστρες, βαριετέ, κινηματογράφοι, θεατράκια, κόσμος, ζωή, κίνηση έδιναν στον Πειραιά μια όψη τελείως αντίθετη από εκείνη που παρουσίαζε.

Οι καλοκαιρινές βόλτες στην παραλία, κύρια στο Πασαλιμάνι, αποτελούσαν το βαρύ πυροβολικό της διασκέδασης στον Πειραιά της προπολεμικής εποχής. Ακόμα υπήρχαν υπαίθριες παραστάσεις καραγκιόζη, θεατρικές παραστάσεις τα γνωστά μπουλούκια, αλλά και παραστάσεις της στιγμής, «του καπέλου» όπως της αποκαλούσαν, καθώς επρόκειτο για επιδείξεις ταχυδακτυλουργών ή δυνατών ανθρώπων τους γνωστούς μασίστες που εντυπωσίαζαν το κοινό λυγίζοντας σίδερα, σηκώνοντας στον αέρα πολλούς ανθρώπους μαζί και που στο τέλος έβγαζαν καπέλο στο οποίο το κοινό έριχνε ότι μπορούσε για να βγει το μεροκάματο. Εκτός όμως από τις έκτακτες υπαίθριες διασκεδάσεις, υπήρχαν και οι μόνιμοι υπαίθριοι κινηματογράφοι του «Σπλέντιτ» και του «Πάνθεον» στις ταράτσες των οποίων ανέβαιναν κινηματογραφικές ταινίες τελευταίας παραγωγής.

Τον Ιούνιο του 1937 ο Πειραιάς απέκτησε και τρίτη κινηματογραφική ταράτσα. Ήταν του «Πάλλας» ή «Παλλάς» που αργότερα μάθαμε να αποκαλούμε, που για πρώτη φορά τότε εγκαινίασε για τη θερινή περίοδο τη μεγάλη ταράτσα που διέθετε αλλά που μέχρι τότε ήταν αναξιοποίητη. Το 1934 ένας επιχειρηματίας ο Παπακώστας που ήταν ο ιδιοκτήτης του κινηματογράφου Χάι Λάιφ, ξεκίνησε τη λειτουργία θερινού κινηματογράφου στην Πλατεία της Αλεξάνδρας. Ακόμα και ο ιδιοκτήτης της γνωστής ταβέρνας Λελούδας σκέφτηκε να κάνει το ίδιο, στήνοντας κι αυτός έναν πρόχειρο θερινό κινηματογράφο στην τότε γραφική Φρεαττύδα. Κοντά σε αυτούς, κατά μήκος της ακτής του Πασαλιμανιού υπήρχαν τα κέντρα με τις επωνυμίες «Πειραϊκόν», «Λεμπέση» και «Ρωσσικόν» που είχαν ορχήστρες που τράβαγαν πολύ κόσμο. Δίπλα τους η διασκέδαση συμπληρωνόταν και από παραστάσεις Καραγκιόζη ο οποίος στεγαζόταν σε εγκαταστάσεις ακριβώς απέναντι από το κτήριο του Ομίλου Ερετών. Εκεί κάποια εποχή συνεστήθη κι ένα θεατράκι με την επωνυμία «ΡΕΞ». Συγκεκριμένα το 1937 ένας οπερετικός θίασος με πρωταγωνίστρια την Αρίστη Δούκα και με θιασάρχη τον Στέφανο Νικολαΐδη εκμεταλλεύτηκε θεατρικά την εγκατάσταση. Λίγο καιρό αργότερα οι παραστάσεις θα σταματήσουν και εκεί θα λειτουργήσουν ξανά οι παραστάσεις του Καραγκιόζη από τον γνωστό Χαρίδημο. Είναι η εποχή της επιχείρησης που θα γίνει γνωστή ως «Ερμής». Προπολεμικά επίσης το θέατρο της Καστέλλας γνωστό περισσότερο ως θέατρο Τσόχα, θα λειτουργήσει ως κέντρο διασκέδασης με την επωνυμία «Ζαμάικα». Μια ορχήστρα προσέφερε ζωντανή μουσική και μια πίστα χορού που δέσποζε στο αλλοτινό θέατρο έκανε τη νεολαία της εποχής να τρελαίνεται στο χορό. Επιπρόσθετα το γεγονός ότι δεν υπήρχε εισιτήριο εισόδου παρά μόνο υποχρέωση πληρωμής τουλάχιστον ενός ποτού ή ενός αναψυκτικού έκανε πολλούς άφραγκους νέους της εποχής να εισέρχονται απλά και μόνο για να χορέψουν αποφεύγοντας επιδέξια την παραγγελία.

Γενικά το καλοκαίρι η διάθεση των Πειραιωτών άλλαζε και όλοι είχαν την επιθυμία να έρθουν σε επικοινωνία με το διπλανό τους, με το γείτονά τους, να ανταλλάξουν πληροφορίες για κοινούς γνωστούς και φίλους. Η θάλασσα, που οι περισσότεροι θα αποζητούσαν, όταν οι ζέστες θα έσφιγγαν περιέβαλε ολόγυρα τον Πειραιά με την καθαρότητά της δεδομένη. Πειραϊκή, Φρεαττύδα, Καστέλλα εξασφάλιζαν άμεσα την πρόσβαση προς τα νερά του Σαρωνικού, ενώ στη λίστα συμπεριλαμβανόταν για πολλούς Πειραιώτες, ειδικά τους Καστελλιώτες και η παραλία του Νέου Φαλήρου. Παραλία από βότσαλα ή βουτιές από τους βράχους της Πειραϊκής ή νερό έως το γόνατο για όσους είχαν μικρά παιδιά, από τους μικρούς όρμους του Κανελλόπουλου, του Μπαϊκούτση ή του γραφικού όρμου της Φρεαττύδας. Μικρά μαγαζάκια κατά μήκος των ακτών, προσέφεραν συνήθως κάποιο ορεκτικό, για να συντροφεύει περισσότερο τη ρετσίνα. Εκεί κάθονταν συνήθως οι μεγαλύτεροι σε ηλικία, που συνόδευαν την υπόλοιπη οικογένεια στην παραλία, φορώντας μεγάλα πλατύγυρα ψάθινα καπέλα για τον ήλιο, ίδια με αυτά των ψαράδων, αλλά κι εκείνοι που αρκούνταν να βλέπουν τη θάλασσα από μακριά χωρίς να θέλουν να βραχούν στα κύματά της. Οι δεύτεροι ήταν συνήθως οι ναυτικοί, υπήρχαν πολλοί τότε στον Πειραιά, που από θάλασσα καθώς ήταν χορτασμένοι δεν μπορούσαν να τη δουν ως μέσο αναψυχής παρά μόνο βιοπορισμού, απέχοντας ηθελημένα από τις χάρες της. Δεν είχε σημασία εάν η προσφορά του εδέσματος ήταν από καφενέ, ταβέρνα ή μπακαλοταβέρνα.

Το μενού που προσέφεραν ήταν σχεδόν το ίδιο, καθώς το καθόριζε η ώρα του σερβιρίσματος και η εποχή και όχι τα «γούστα» του πελάτη. Ελιές, ντομάτα αλατισμένη, κρεμμύδι, τυρί καμιά σαρδέλα ή τσίρος και σπανιότερα γαύρος. Ο καφές μόνο ελληνικός και μόνο για το πρωί ή για νωρίς το απόγευμα αμέσως μετά τον απαραίτητο μεσημεριανό ύπνο, αφού δεν υπήρχε το συνήθειο της άκρατης κατανάλωσής του σε όλη την διάρκεια της ημέρας έως αργά το βράδυ. Οι φωνές των παιδιών και οι βουτιές από τα βράχια της Πειραϊκής έδιναν κι έπαιρναν ενώ όταν ο καιρός ανέβαζε λιγάκι αέρα ή όταν ένα βαπόρι έμπαινε στο λιμάνι του Πειραιά, τεράστια κύματα κατέφταναν ειδικά στο Σκαφάκι προκαλώντας ακόμη περισσότερο φωνές ενθουσιασμού των μικρών κολυμβητών. Μεσημέρι επιστροφή με κυριολεκτική αναρρίχηση πάνω στους βράχους της Πειραϊκής και τα απομεινάρια των τειχών του Κόνωνος αφού σκάλες ανόδου ή καθόδου δεν υπήρχαν ακόμη. Αλλά και μετά τους βράχους εν συνεχεία άλλου είδους ανάβαση, στις απότομες χωμάτινες ανηφόρες, με το χώμα του δρόμου να κολλάει πάνω στα βρεγμένα πέδιλα και να τα κάνει να γλιστρούν ακόμη περισσότερο.

Και ο ήχος της θαλασσινής ηρεμίας να κυριαρχεί στις περισσότερες γειτονιές του Πειραιά, καθώς τα αυτοκίνητα ήταν ελάχιστα. Μόνο κάποια μπουρού από πλοίο του λιμανιού ακουγόταν που σήμαινε κάποια μανούβρα, κάποια αναχώρηση, κάποια στροφή δεξιά ή αριστερά μέσα στο λιμάνι. Απόκοσμη πνοή ήχου έφτανε στη γειτονιά από το πολύβουο λιμάνι. Πλήρη αντίθεση ανάμεσα στον εργατόκοσμο του λιμανιού που εργαζόταν στο λιοπύρι από τα ξημερώματα με τις κοντινές γειτονιές του Πειραιά, όπου ο μόχθος στα παιδικά τουλάχιστον μάτια ήταν άγνωστος, όπως άγνωστα ήταν ακόμα και τα άγχη, τα νεύρα και όλες εκείνες οι «ασθένειες» που γεννά η εξελικτική πορεία του ανθρώπου, όχι προς τα εμπρός, αλλά προς τα άνω δημιουργώντας έτσι μια ανηφοριά, όμοια με εκείνη που ανεβαίναμε παιδιά με βρεγμένα τα πόδια και τα πέδιλα να γλιστρούν. Αν ανατρέξετε σε παλιές οικογενειακές φωτογραφίες Πειραιωτών, που σήμερα βρίσκονται αρχειοθετημένες σε παλιά κουτιά παπουτσιών, θα δείτε τους πατεράδες ή τους παππούδες σας, τις μητέρες σας ή τις γιαγιάδες σας να διαθέτουν αρκετές φωτογραφίες οι οποίες σίγουρα θα τους απεικονίζουν με φόντο κάποια θάλασσα του Πειραιά ή να βρίσκονται μέσα σε αυτήν.

Φωτογραφίες με ανθρώπους σε βότσαλα της Καστέλλας, φωτογραφίες με ανθρώπους στην άμμο του Καλαμπάκα, στις καμπίνες του Κράκαρη ή πάνω σε κάποιο βραχάκι της Πειραϊκής. Μέσα στη θάλασσα, αλλά συνήθως έξω από αυτήν με τα ολόσωμα μαγιό τους ποζάρουν δείχνοντας τη ζωντάνια των χρόνων τους, τη φρεσκάδα της νιότης τους αλλά κύρια να επιδεικνύουν με καμάρι τη θάλασσα του Πειραιά. Ο καλοκαιρινός Πειραιάς ο τριγυρισμένος από θάλασσα, ο ηλιόλουστος Πειραιάς, δεν ήταν τυχαίο που ενέπνευσε πλήθος καλλιτεχνών. Έγινε τραγούδι, απεικονίσθηκε σε εκατοντάδες πίνακες μεγάλων ζωγράφων στις περίφημες θαλασσογραφίες του, εξυμνήθηκε και αποτέλεσε μέρος γραφής δεκάδων σπουδαίων λογοτεχνών πειραιωτών και μη. Ο Σπύρος Μελάς με τις επιφυλλίδες του στις εφημερίδες που περιέγραφαν τη ζωή των θαλασσινών, ο Άγγελος Κοσμής στο έργο του «περασμένα κι αλησμόνητα» που στο μεγαλύτερο μέρος του καταγράφει τη ζωή των Πειραιωτών δίπλα στο κύμα, ο Κώστας Σούκας, ο Χρήστος Λεβάντας με τις ιστορίες του Πόρτο λεόνε, και το θαλασσινό του διήγημα Πορεία κόντρα στον τυφώνα, και τόσοι άλλοι. Τέλος το μεγαλύτερο μερίδιο έχουν οι ποιητές με τους στίχους τους εξύμνησαν τη θάλασσα του Πειραιά μας.

 

* Ο Στέφανος Μίλεσης γεννήθηκε το 1964 στη Φρεαττύδα, στον Πειραιά όπου κατοικεί μέχρι και σήμερα. Είναι συγγραφέας, ιστορικός ερευνητής και ραδιοφωνικός παραγωγός. Το 2009 δημιούργησε το ιστολόγιο «Πειραιόραμα Ιστορίας και Πολιτισμού», με αποκλειστικό σκοπό την προβολή της ιστορίας του Πειραιά. Ραδιοφωνικός παραγωγός στην Δημοτική Ραδιοφωνία Πειραιά «Κανάλι Ένα» (90,4) και στον σταθμό «Πειραϊκή Εκκλησία» (91,2).

Έχει δώσει πλήθος ομιλιών και διαλέξεων με θέματα από την ναυτική και την τοπική ιστορία, σε σχολεία δημοτικά, γυμνάσια και λύκεια, σε πολιτιστικούς συλλόγους και σε πνευματικά ιδρύματα. Διετέλεσε διδάσκων εισηγητής στο πρόγραμμα «Ενορία Εν Δράσει» της Ιεράς Μητροπόλεως Πειραιώς και είναι εισηγητής στο εκπαιδευτικό πρόγραμμα του Ιδρύματος Λασκαρίδη, με τίτλο «Το μεγάλο λιμάνι σταυροδρόμι των εξελίξεων στην ελληνική ιστορία» που απευθύνεται σε μαθητές δημοτικών σχολείων και γυμνασίων.

Το 2014 εκλέχθηκε Γενικός Γραμματέας της Φιλολογικής Στέγης Πειραιώς και από το 2016 είναι Πρόεδρος αυτής. Είναι μέλος της Εθνικής Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών, του Πειραϊκού Συνδέσμου, του Ναυτικού Μουσείου Ελλάδος και της Ένωσης Παλαιών Προσκόπων Νέου Φαλήρου.

Έχει ξεπεράσει τις 160 διαλέξεις σε πνευματικά και πολιτιστικά κέντρα του Πειραιά.

Πάνω από 800 άρθρα πειραϊκής και ναυτικής ιστορίας έχουν δημοσιευθεί σε εφημερίδες και περιοδικά και έχουν αναρτηθεί στο διαδίκτυο από διάφορες ιστοσελίδες. Έχει τιμηθεί από πολλούς συλλόγους στον Πειραιά και έχει μετάσχει ως εξωτερικός συνεργάτης σε τηλεοπτικές παραγωγές. Προσέφερε από διάφορες θέσεις τις υπηρεσίες του ως μέλος, γραμματέας και Πρόεδρος Επιτροπών Κοινωνικής Συμπαράστασης. Υπήρξε Μέλος Διοικητικού συμβουλίου της Ένωσης Παλαιών Προσκόπων Νέου Φαλήρου και διετέλεσε Γενικός Γραμματέας και υπαρχηγός δράσεων αυτής. Έχει τιμηθεί με το Χαλκούν Μετάλλιο Ερυθρού Σταυρού, το Μετάλλιο Παλαιού Προσκόπου και το Μετάλλιο Αθανασίου Λευκαδίτη.

 

 


 



Σχετικά άρθρα

Τελευταια

Εφημερεύοντα Φαρμακεία ΑΤΤΙΚΗΣ