Εφημερίδα Κοινωνική

Αναφορά σε εκείνον τον Απρίλη του ‘41 – Γράφει ο Στέφανος Μίλεσης

 Breaking News

Αναφορά σε εκείνον τον Απρίλη του ‘41 – Γράφει ο Στέφανος Μίλεσης
22 Απριλίου 2021

 

banner_milesis

 

 

 

 

 

 

 

 

 

*«Από πέτρα και θάλασσα-Οδοιπορικό στην ιστορία του Πειραιά» κάθε Πέμπτη στην εφημερίδα Κοινωνική
Γράφει ο Στέφανος Μίλεσης*

Κάθε χρόνο το μήνα Απρίλιο θεωρώ υποχρέωση να αναφερθώ στην εισβολή των Γερμανών στη χώρα μας και σε εκείνη την δραματική περίοδο που ακολούθησε. Όπως ο Οκτώβριος είναι αφιερωμένος στο ΟΧΙ και στην έναρξη του Ελληνο-ιταλικού πολέμου, όμοια και ο Απρίλης είναι μήνας που ο καθένας μας πρέπει να κάνει μια στάση από την καθημερινότητά του και να συλλογιστεί τις γενιές που χάθηκαν, τις καταστροφές που έγιναν και τα όσα έζησαν εκείνες οι γενιές που δεν πρόλαβαν να ζήσουν όπως ήθελαν. Από την 27η Απριλίου του 1941 που οι Γερμανοί κατέλαβαν τον Πειραιά έως το βράδυ της 13ης Οκτωβρίου του 1944, που ο τελευταίος Γερμανός εγκατέλειψε την πόλη, μεσολάβησαν τρία χρόνια, πέντε μήνες και δεκαέξι ημέρες, αγωνίας, θυσίας και αίματος. Αναφέρω ως καταληκτική ημερομηνία της κατοχής στον Πειραιά τη νύχτα της 13ης Οκτωβρίου διότι στον Πειραιά οι Γερμανοί δεν έφυγαν την 12η Οκτωβρίου όπως συνέβη στην Αθήνα, αλλά άφησαν πίσω τους ειδικό ουλαμό ανατινάξεων με αποστολή την καταστροφή του λιμανιού και άλλων εγκαταστάσεων.

Άλλωστε την 13η Οκτωβρίου είχαμε τη μάχη της Ηλεκτρικής. Η πόλη κατά τη διέλευσή της από αυτή την περίοδο των χιλίων διακοσίων εξήντα μία ημερών, δοκιμάστηκε από ανομολόγητα δράματα που άφησαν πίσω τους αιμορραγούσες πληγές. Το 1940 η Ελλάδα στάθηκε μόνη της να πολεμά επί 179 ημέρες μια αυτοκρατορία στην αρχή (την ιταλική) και μια ακόμα μεγαλύτερη στη συνέχεια (τη γερμανική), όταν οι περισσότερες χώρες στην Ευρώπη παραδίδονταν αμαχητί ή πολεμούσαν για την τιμή των όπλων! Ακολούθησε το δράμα της τριπλής κατοχής, του λιμού, της εθνικής αντίστασης, των εκτελέσεων, των βασανιστηρίων. Ακόμα και η απελευθέρωση που στάθηκε περίοδος χαράς για τους περισσότερους πληθυσμούς που είχαν εμπλακεί στον πόλεμο, για την Ελλάδα κράτησε μόνο μερικές μέρες αφού το δράμα της συνεχίστηκε με τον εμφύλιο πόλεμο που ακολούθησε. Η έλευση του 1945 βρήκε τις περισσότερες ελληνικές οικογένειες να είναι βουτηγμένες στη φτώχια και στην ορφάνια, να θρηνούν τουλάχιστον έναν οικείο τους που άφησε τη τελευταία του πνοή στα βουνά της Αλβανίας ή αργότερα σε κάποιο μπλόκο στο δρόμο. Οι εναπομείναντες σκέφτονταν διαρκώς τους αγνοούμενους, τους ναυτικούς που δεν γύρισαν, την προπολεμική ζωή που πέρασε και χάθηκε σαν να μην υπήρξε ποτέ. Ο Πειραιάς -μια πόλη που δοκιμάσθηκε περισσότερο από τις άλλες- με κόπο και κυρίως πολύ χρόνο επέστρεψε στο φως της ζωής από το κατοχικό σκοτάδι. Ο ρυθμός της ελευθερίας δεν επανήλθε την επομένη της απελευθέρωσης. Χρειάστηκε χρόνος πολύς για να αποκατασταθούν οι βασικές λειτουργίες της καθημερινότητας.

Οικογένειες που είχαν απομακρυνθεί από την πόλη – λιμάνι, αναζητώντας καταφύγιο σε ασφαλέστερες περιοχές, ουδέποτε επέστρεψαν. Όσοι είχαν την οικονομική δυνατότητα, εγκαταστάθηκαν εκτός Πειραιά κι έμειναν εκεί για πάντα. Άλλοι πάλι και να ήθελαν να επιστρέψουν αδυνατούσαν καθώς το σπίτι τους είχε σωριαστεί σε ερείπια. Η πόλη απώλεσε την αστική της τάξη σε μεγάλο βαθμό. Ο πληθυσμός αραίωσε και οι Πειραιώτες βρέθηκαν να κατοικούν μόνιμα σε περισσότερους από 70 διαφορετικούς προορισμούς εκτός της Αθήνας. Οι Πειραιώτες βομβόπληκτοι έφτασαν τους εξήντα πέντε χιλιάδες με πέντε περίπου χιλιάδες ακίνητα να έχουν καταστραφεί τόσο ώστε να μην είναι κατοικήσιμα. Αλλά και αυτοί που επέστρεψαν πίσω, όπως και εκείνοι που δεν είχαν μετακινηθεί διόλου, δύσκολα μπόρεσαν να ξεχάσουν το άκουσμα της σειρήνας για τρέξιμο στο καταφύγιο, το συριγμό της βόμβας που πέφτει, τις ώρες συσκότισης, τα καλυμμένα παράθυρα για να μην εξέρχεται καμία ακτίνα φωτός που θα μπορούσε να δώσει στόχο από αέρος. Το μεγαλύτερο μέρος του κόσμου θυμάται την περίοδο της κατοχής ως μια σκοτεινή περίοδο αφού τα κλειστά φώτα, τα σκεπασμένα παράθυρα, οι σφραγισμένες πόρτες προσέφεραν στους ενοίκους την ψευδαίσθηση μιας κάποιας ασφάλειας.

Ένιωθαν οι κάτοικοι ότι κλεισμένοι στα σπίτια τους, θα άφηναν από έξω το κακό, θα το ξόρκιζαν. Το άκουγαν άλλωστε κάθε μέρα να περνά έξω με το τρομακτικό κι απαίσιο εκείνο στρατιωτικό βάδισμα, με τις καλογυαλισμένες μπότες να χτυπούν δυνατά στο δάπεδο. Οι χτύποι της καρδιάς ανέβαιναν όσο πλησίαζε το άγημα της περιπόλου και ο ρυθμός επανερχόταν μόνο με την απομάκρυνσή του. Η άγρια εντολή «αλτ» συνέχιζε να στοιχειώνει τα αυτιά πολλών για αρκετό χρονικό διάστημα. Χρειάσθηκε να περάσουν μέρες για να ανοίξουν επιτέλους διάπλατα, τα πρώτα παραθυρόφυλλα των σπιτιών, να μπει καθαρός αέρας στα δωμάτια, να φανεί ο γαλάζιος ουρανός, να περάσουν οι ευεργετικές ακτίνες του ήλιου στις κουζίνες και στους άλλους οικιακούς χώρους. Ο μεταπολεμικός Πειραιάς είχε απολέσει οριστικά  την προπολεμική αθωότητά του και φυσιογνωμία του. Κι αν υποθετικά ακόμα δεν είχε καταστραφεί από τους βομβαρδισμούς, πάλι θα ήταν μια διαφορετική πόλη. Όλοι οι κήποι είχαν χάσει τα δένδρα τους. Η Τερψιθέα, η Πλατεία Δεληγιάννη, ο Τινάνειος κήπος, η Πηγάδα κ.α. στερούνται από κάθε είδους πράσινο καθώς οι Πειραιώτες από τον πρώτο κιόλας χειμώνα είχαν προχωρήσει στην αποψίλωσή τους προκειμένου να εξεύρουν καύσιμη ύλη για να ζεσταθούν.

Αλλά και οι Γερμανοί δεν θα τους σέβονταν έτσι κι αλλιώς. Οι Γερμανοί είχαν μετατρέψει τις περισσότερες πλατείες και πρώην κήπους σε οικόπεδα στάθμευσης των στρατιωτικών οχημάτων τους. Στην Τερψιθέα πάνω στο «Ηρώον» είχαν τοποθετήσει μια πλάστιγγα όπου ζύγιζαν τη βενζίνη πριν τροφοδοτήσουν με αυτή τα οχήματά τους. Ο «ρομαντικός περίπατος» του Μανούσκου που τόσο είχε διαφημιστεί λίγο πριν τον πόλεμο είχε χάσει τελείως την διαμόρφωσή του και είχε καταστεί επικίνδυνος καθώς είχαν κλαπεί μέχρι και τα ξύλα των υποστυλωμάτων του. Χωμάτινοι όγκοι αιωρούνταν πάνω ακριβώς από τα «μπάνια του Παρασκευά» και από τα μονοπάτια καθόδου του «περιπάτου» μόνο ελάχιστοι τολμηροί είχαν το θάρρος να διέλθουν. Η πλατεία Αλεξάνδρας ήταν πραγματική αλάνα, ενώ η Πλατεία Κανάρη στο Πασαλιμάνι είχε μετατραπεί σε όρχο γερμανικών αυτοκινήτων. Αλλά και οι περιορισμοί του νερού συνεχίζονταν και μετά την αποχώρηση των Γερμανών. Οι κατακερματισμένοι από τους βομβαρδισμούς σωλήνες ύδρευσης για να διορθωθούν έπρεπε να αντικατασταθούν σχεδόν στο σύνολό τους. Τάφροι όμοιοι με χαρακώματα απαιτούνταν να ανοίξουν για να αποκατασταθεί το δίκτυο. Οι συγκοινωνίες ελάχιστες… Οι γραμμές των Τροχιοδρόμων της Καστέλλας και του Αγίου Βασιλείου βρέθηκαν στη Γερμανία για να επαναχρησιμοποιηθεί το πολύτιμο μέταλλό τους. Το ίδιο είχε συμβεί και με την περίφημη εξέδρα του Νέου Φαλήρου.

Εργασία δεν υπήρχε, τα περισσότερα εργοστάσια είχαν διακόψει τη λειτουργία τους. Το λιμάνι επίσης κατεστραμμένο ελάχιστα πλοία υποδεχόταν. Ένα από τα σοβαρότερα ζητήματα που ελάχιστα καταγράφηκε ήταν η μαζική μετακίνηση του πληθυσμού εντός της χώρας. Έλληνες που κυνήγησαν οι Βούλγαροι όπως Μακεδόνες και Θράκες, Δωδεκανήσιοι κυνηγημένοι από τους Ιταλούς, Πειραιώτες που ζούσαν στους υπόγειους σταθμούς του «ηλεκτρικού». Μια στατιστική υπολογίζει ότι η Αθήνα την περίοδο της απελευθέρωσης βρέθηκε με έναν επιπρόσθετο πληθυσμό που ανήλθε στους 250 χιλιάδες πρόσφυγες. Η 19η Απριλίου του 1945 ήταν η πρώτη ημέρα (ή καλύτερα νύχτα) που καταργήθηκε κάθε περιορισμός κυκλοφορίας και μετακίνησης. Ωστόσο και εκείνο το πρώτο «ελεύθερο» βράδυ ο κόσμος δεν βγήκε όπως θα περίμενε κανείς. Η νύχτα τρόμαζε τον μέσο Έλληνα μήπως του πεταχτεί στα ξαφνικά κάποιος Γερμανός ή κανένας παράξενος Ιταλός καραμπινιέρος, τσολιάς, ελασίτης, πολιτοφύλακας ή χωροφύλακας. Μήπως τελικά όλα αυτά ήταν ψέμα, μήπως αυτοί που έφυγαν επιστρέψουν ξανά! Η αγωνία αυτή κράτησε για καιρό, για αυτό άλλωστε αποτυπώθηκε και στη γνωστή ταινία «Οι Γερμανοί ξανάρχονται». Ο μέσος κάτοικος του Πειραιά παρέμεινε στο σπίτι του όπως και την περίοδο του περιορισμού της κυκλοφορίας. Βεβαίως κίνηση υπήρχε στα γνωστά αμαρτωλά μέρη του αγοραίου έρωτος. Όμως σε αυτή κίνηση υπήρχε έτσι κι αλλιώς ακόμα και την περίοδο της κατοχής! Ο λαός είχε εκπαιδευτεί να ζει με απαγορεύσεις. Απαγόρευση να πλησιάζεις τη θάλασσα της πειραϊκής (γερμανικά πυροβολεία γαρ), απαγόρευση να κάνεις μπάνιο, απαγόρευση στη βαρκάδα, στον περίπατο, στην έκθεση στον ήλιο. Για αυτό και όταν έφτασε εκείνο το πρώτο καλοκαίρι της ειρήνης, τον Ιούνιο του ’45, ο κόσμος έπαθε πραγματική «φαληρίτιδα» όπως ο τύπος αποκάλεσε την καθημερινή κάθοδο του κόσμου για μπάνιο στα Φάληρα.

Στον Πειραιά δεν είχαμε πρόβλημα. Η θάλασσα παντού ολόγυρα και η όρεξη ατελείωτη… Ωστόσο η σκιά του φόβου μήπως ο Γερμανός επιστρέψει, μαζί και οι συνεργάτες του, κράτησε πολύ… Η Λεωφόρος Χατζηκυριακού στο σημείο που τερματίζει λίγο πριν την πύλη της Σχολής Ναυτικών Δοκίμων. Είναι το 1948 και η συνοικία έχει δοκιμαστεί από τους βομβαρδισμούς του πολέμου. Ολόκληρα τετράγωνα κατερειπωμένα. Ειδικά οι οδοί Ηροδότου και Σπ. Τρικούπη μεταβλήθηκαν σε ερείπια, το ίδιο συνέβη και σε όλα τα σπίτια που βρίσκονταν στην παράλια ζώνη του Ξαβέρη. Το 90 τοις εκατό των σπιτιών του Χατζηκυριακείου είχε καταστραφεί από τους βομβαρδισμούς, τις εκρήξεις και τις ανατινάξεις του λιμανιού. Ήταν η περισσότερο δοκιμαζόμενη συνοικία του Πειραιά.

 

 

 

 

*Ο Στέφανος Μίλεσης γεννήθηκε το 1964 στη Φρεαττύδα, στον Πειραιά όπου κατοικεί μέχρι και σήμερα. Είναι συγγραφέας, ιστορικός ερευνητής και ραδιοφωνικός παραγωγός. Το 2009 δημιούργησε το ιστολόγιο «Πειραιόραμα Ιστορίας και Πολιτισμού», με αποκλειστικό σκοπό την προβολή της ιστορίας του Πειραιά. Ραδιοφωνικός παραγωγός στην Δημοτική Ραδιοφωνία Πειραιά «Κανάλι Ένα» (90,4) και στον σταθμό «Πειραϊκή Εκκλησία» (91,2).

Έχει δώσει πλήθος ομιλιών και διαλέξεων με θέματα από την ναυτική και την τοπική ιστορία, σε σχολεία δημοτικά, γυμνάσια και λύκεια, σε πολιτιστικούς συλλόγους και σε πνευματικά ιδρύματα. Διετέλεσε διδάσκων εισηγητής στο πρόγραμμα «Ενορία Εν Δράσει» της Ιεράς Μητροπόλεως Πειραιώς και είναι εισηγητής στο εκπαιδευτικό πρόγραμμα του Ιδρύματος Λασκαρίδη, με τίτλο «Το μεγάλο λιμάνι σταυροδρόμι των εξελίξεων στην ελληνική ιστορία» που απευθύνεται σε μαθητές δημοτικών σχολείων και γυμνασίων.


 



Σχετικά άρθρα

Τελευταια

Εφημερεύοντα Φαρμακεία ΑΤΤΙΚΗΣ