
«Από πέτρα και θάλασσα-Οδοιπορικό στην ιστορία του Πειραιά» κάθε Πέμπτη στην εφημερίδα Κοινωνική
Γράφει ο Στέφανος Μίλεσης*
Η μεγάλη μετανάστευση Ελλήνων που αναζητούσαν την τύχη τους στην Αμερική, οφείλετο στη φήμη, ότι πέραν του Ατλαντικού ωκεανού, υπήρχε μια χώρα πλούσια, η οποία προσέφερε γρήγορο και εύκολο πλουτισμό. Αυτή η φήμη ήταν, που οδήγησε και τους πρώτους Έλληνες μετανάστες στην Αμερική. Ελάχιστοι από όσους πήγαν είχαν την πρόθεση να εγκατασταθούν στην Αμερική μόνιμα. Οι περισσότεροι φαντάζονταν ότι αρκούσαν λίγα μόνο χρόνια εργασίας και ύστερα πλούσιοι θα επέστρεφαν πίσω στην Ελλάδα. Ήταν οδυνηρή η απογοήτευση που δοκίμαζαν μετά την εκεί άφιξή τους από τη σκληρότητα και εμπόδια που ορθώνονταν μπροστά τους. Αγνοούντες την γλώσσα και άνευ χρημάτων, στερημένοι παντός εφοδίου, αντιμετώπισαν την βιοπάλη με το χειρότερο τρόπο.
Το μεταναστευτικό ρεύμα από την Ελλάδα προς την Αμερική γιγαντώθηκε στις αρχές του 20ου αιώνα. Και αυτό είχε να κάνει κυρίως με τη συστηματική δρομολόγηση βαποριών, που έκαναν το δρομολόγιο ανά τακτά χρονικά διαστήματα. Χωρικοί ή νησιώτες εγκατέλειπαν τις ιδιαίτερες πατρίδες τους για να ανακαλύψουν έναν νέο πολιτισμό, χωρίς πρώτα να έχουν γνωρίσει τον πολιτισμό της Αθήνας ή του Πειραιά ή έστω κάποιας άλλης ελληνικής μεγαλούπολης. Αναχωρούσαν από το λιμάνι του Πειραιά χωρίς να ξέρουν τη γλώσσα της νέας χώρας που είχαν θέσει ως προορισμό, και δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε ότι πολλοί, αν όχι οι περισσότεροι, δεν γνώριζαν να γράφουν ή να διαβάζουν καν τα ελληνικά, που ήταν η ίδια η γλώσσα τους. Οι μετανάστες ταξίδευαν σχεδόν πάντα στην τρίτη θέση, όπου η εξευγενισμένη αναφορά «υπόστρωμα» εννοούσε κοινώς τα αμπάρια των πλοίων που είχαν διαμορφωθεί ώστε να δέχονται χιλιάδες άτομα. Ωστόσο τα δύο μεγάλα κίνητρα της μετανάστευσης που ήταν η δυστυχία και η φτώχια υπερνικούσαν τα εμπόδια που εμφανίζονταν και έκαναν χιλιάδες ανθρώπους να γίνουν μετανάστες, που μέχρι λίγο καιρό πριν δεν είχαν καν απομακρυνθεί από την οικογένειά τους ή τα στενά όρια του χωριού τους. Η περιγραφή των απερίγραπτων συνθηκών του ταξιδιού που πολλές φορές έφτανε στα αυτιά τους, δεν τους φόβιζε ιδιαίτερα αφού και στην πατρική τους οικία στερούνταν το ζεστό μπάνιο, το τρεχούμενο νερό ή τα βασικά είδη ενδιαίτησης και διατροφής. Το μόνο δηλαδή που έβλεπαν ήταν η μιζέρια του περιβάλλοντος στο οποίο μεγάλωσαν και η απουσία εργασιακού μέλλοντος. Όσο περνούσε ο καιρός η αναχώρηση για τις Η.Π.Α. συστηματοποιούταν, νέες γραμμές δρομολογούνταν αλλά και νέοι προορισμοί όπως της Αυστραλίας και της Νέας Ζηλανδίας.
Παράλληλα όμως και τα αντίστοιχα κυκλώματα των λιμανιών θέριευαν, τάζοντας ψεύτικα όνειρα, δίνοντας απατηλές υποσχέσεις, παρουσιάζοντας το δύσκολο ως πολύ εύκολο, με μόνο σκοπό να εισπράξουν τη μεσιτεία του τομέα στον οποίο παρουσιάζονταν ως ειδικοί. Τέτοια «κυκλώματα» δεν θα μπορούσαν να απουσιάζουν φυσικά και από το λιμάνι του Πειραιά, ένα από τα κυριότερα σημεία αναχώρησης χωριών ολόκληρων που επιβιβάζονταν επί των πλοίων. Άνδρες, γυναίκες και παιδιά από το Μοριά, τη Ρούμελη, την Ήπειρο και τη Μακεδονία εγκατέλειπαν για πάντα τις οικογένειές τους, πέφτοντας δυστυχώς πολλές φορές πάνω σε ανθρώπους του λιμανιού που πλούτιζαν από τη μεσιτεία της μετανάστευσης. Ο μετανάστης αποτελούσε πρόσωπο που ήταν ευάλωτο να καταστεί θύμα, άνθρωπος προς εκμετάλλευση, ικανός να πληρώσει όσο – όσο για να φτάσει στη γη της επαγγελίας, στην οποία όλα ήταν ανθηρά, όπου τα δολάρια έτρεχαν στους δρόμους. Διότι έτσι παρουσίαζαν αρχικά την Αμερική. Αμαθείς και άφωνοι οι υποψήφιοι έφταναν στον λιμάνι του Πειραιά με τον σιδηρόδρομο, με τα λεωφορεία ή με άλλα πλοία για να συγκεντρώσουν όλα εκείνα τα δικαιολογητικά που απαιτούσε η αμερικανική νομοθεσία να έχουν πριν επιβιβαστούν στο πλοίο για το μεγάλο ταξίδι.
Ειδικά γραφεία αναλάμβαναν το έργο αυτό. Έφεραν την ονομασία «Πρακτορεία ταξιδίων», «Πρακτορεία μετανάστευσης» ή «Γραφεία διαμεσολάβησης». Αυτά εκτελούσαν τη νόμιμη μεσιτεία. Παράλληλα με αυτά όμως, δρούσε ένα άλλο κύκλωμα αποτελούμενο από «συμπατριώτες» που έπιαναν τον υποψήφιο «μετανάστη» από την πρώτη στιγμή που πατούσε το πόδι του στο λιμάνι. Δεν χρειαζόταν έτσι κι αλλιώς ιδιαίτερη προσπάθεια για να καταλάβει κάποιος στην εξωτερική εμφάνιση κάποιον υποψήφιο μετανάστη. Με τη βαλίτσα στο χέρι και την τραγιάσκα στο κεφάλι, ρωτούσε δεξιά κι αριστερά, ψάχνοντας να βρει κάποιον «πατριώτη» για να εκκινήσει τη διαδικασία. Τα μεγάλα υπερωκεάνια ελληνικά ή ξένα είχαν δημιουργήσει από το λιμάνι του Πειραιά μια αδιάκοπη γέφυρα προς τις Η.Π.Α., τον Καναδά και την Αυστραλία που διήρκεσε και μετά τον καταστροφικό Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Η κατοχή της Ελλάδας με τον εμφύλιο που ακολούθησε, η πείνα, η έλλειψη εργασίας, οι δύσκολες κοινωνικές συνθήκες ειδικά στην ελληνική επαρχία και άλλοι παράγοντες, συντέλεσαν ώστε μεταπολεμικά να στηθεί και πάλι αυτή η θαλάσσια γραμμή μετανάστευσης, αιμορραγίας ελληνικού αίματος στις ξένες χώρες.
Όπως προπολεμικά, έτσι και μεταπολεμικά κάθε φορά που αναχωρούσε ένα από τα ωκεανοπόρα πλοία εξελίσσονταν στην Τρούμπα, αλλά και έναντι του ναού Αγίου Νικολάου, διαδραματίζονταν σπαραχτικές σκηνές αποχωρισμού. Μανάδες αποχαιρετούσαν τα παιδιά τους, αδέλφια θα αποχωρίζονταν για πάντα μεταξύ τους, νεαροί έφηβοι ακόμα που ονειρεύονταν μια καλύτερη ζωή, γεμάτοι από νεανική ζωντάνια και ορμή για δημιουργία. Ανάμεσα στους μετανάστες υπήρχε και μια κατηγορία νεαρών στην ηλικία γυναικών που ήταν οι λεγόμενες «υποψήφιες νύφες». Παρόμοιες αποστολές από την προπολεμική ακόμα εποχή ήταν πολλές. Ακαταχώριστες οι περισσότερες, έξω από στατιστικούς πίνακες, η μετανάστευση «νυφών» συνεχιζόταν και στην μεταπολεμική εποχή, ακόμα και στα χρόνια εκείνα που τα λογαριάζουμε ως σύγχρονα! Στις 11 Μαρτίου 1958 νέο αίμα πολύτιμο και ζωντανό εξήχθη από τη χώρα μέσω του Πειραιά. Εξακόσιοι ογδόντα νέοι μετανάστες αναχώρησαν με το ιταλικό υπερωκεάνιο «Λουρέλια» για την Αυστραλία.
Από αυτούς, οι 604 ήταν υποψήφιες νύφες που τις είχαν καλέσει Έλληνες εγκατεστημένοι από καιρό στην μακρινή ήπειρο. Οι γυναίκες αυτές αναχωρούσαν από τον Πειραιά χωρίς να γνωρίζουν και πολλά για τον άνδρα με τον οποίο επρόκειτο να περάσουν την υπόλοιπη ζωή τους. Το μόνο που γνώριζαν για αυτόν, ήταν ότι διέθετε δουλειά και σπιτικό. Αυτά και μόνο, ήταν αρκετά για να τις κάνει να ταξιδέψουν στο άγνωστο, αφού ούτε καν αυτά ήταν εξασφαλισμένα στην Ελλάδα. Η προβλήτα της Τρούμπας γέμιζε κάθε φορά ακόμα ασφυκτικά από χιλιάδες άνδρες και γυναίκες, μέλη οικογενειών και φίλους, που έρχονταν να τις δουν για στερνή φορά, να τις αποχαιρετίσουν. Οι υποψήφιες νύφες αγκάλιαζαν για τελευταία φορά ίσως τους γηραιούς γονείς τους, γνωρίζοντας ότι θα ήταν δύσκολο να τους ξαναδούν. Τέτοιος αποχαιρετισμός ισοδυναμούσε με θάνατο! Μητέρες έκλαιγαν σπαρακτικά για τα κορίτσια τους για τα οποία είχαν ονειρευτεί ένα άλλο μέλλον.
Μια «καραβιά» ακόμα ελληνικού αίματος προς εξαγωγή. Αν στα αρχαία χρόνια έμεινε στην ιστορία η αποστολή κάθε εννιά χρόνια, επτά νέων αγοριών και επτά νέων κοριτσιών από την Αθήνα, θυσία στον Μινώταυρο, σε πόσες ιστορικές σελίδες θα έπρεπε να καταγραφεί άραγε αυτή η θυσία εκατομμυρίων Ελλήνων, όταν αιώνες αργότερα θα γίνονταν μετανάστες; Σε κάθε αναχώρηση υπερωκεάνιων πλοίων για την Αμερική ή την Αυστραλία τα λιγοστά ξενοδοχεία του Πειραιά γέμιζαν από άνδρες, γυναίκες και παιδιά από όλες τις περιοχές της Ελλάδας που είχαν φτάσει στο λιμάνι συνοδεύοντας το αγαπημένο τους πρόσωπο που αναχωρούσε. Οι ασπασμοί, οι αγκαλιές, τα δάκρυα και οι κραυγές των μανάδων, που μέχρι να χαθεί το πλοίο από το λιμάνι φώναζαν στα παιδιά τους, που ίσως να μην έβλεπαν ξανά στη ζωή, έμειναν βαθιά χαραγμένες στη μνήμη όσων έτυχε να παρακολουθήσουν τέτοιες στιγμές. Θα κλείσω με μια περιγραφή γυναίκας που έζησε τις σκηνές αυτές αποχαιρετισμού και μου έγραψε λίγο παλαιότερα «όταν το πλοίο έβγαινε από το λιμάνι, η ορχήστρα του έπαιζε το τραγούδι “φιλώντας της μανούλας του το χέρι και της καλής του τα γλυκά τα χείλη… στο καλό έχει γεια ψιθυρίζει η μανούλα γλυκά” κι όπως χανόταν το πλοίο στον ορίζοντα της Αίγινας, μια φιγούρα που όλο και μίκραινε, φαινόταν ακόμα να χαιρετάει με τα δύο της χέρια ανοιχτά, σα νάχε φτερούγες. Φύγαμε κι όταν είχε αρχίσει να σκοτεινιάζει και η φιγούρα στο πλοίο είχε χαθεί μαζί με το πλοίο που πήγαινε στην Αμερική. Εγώ όμως έβλεπα αυτή τη φιγούρα συνέχεια μπροστά μου και τα βράδια στο κρεβάτι μου ξεκλείδωνα την πόρτα της ψυχής μου κι αποχαιρέταγα τον Θόδωρο. Τον αδελφό μου…».
Θεωρώ υποχρέωσή μου να αναφέρω, ότι είναι ντροπή για την πόλη μας να μην διαθέτει σήμερα Μουσείο Μετανάστευσης, όταν από το λιμάνι του Πειραιά αναχώρησαν χιλιάδες μετανάστες προς Αμερική, Καναδά και Αυστραλία, κι όταν μάλιστα τόσες ναυτιλιακές εταιρείες ζούσαν από το έργο της μεταφοράς. Δεδομένου ότι το κτήριο όπου λάμβαναν χώρα οι τραγικές στιγμές αποχαιρετισμού υπάρχει ακόμα, θα μπορούσε ένας χώρος του πρώτου ορόφου του, εκεί στο μπαλκόνι του αποχαιρετισμού που έμεινε να αποκαλείται “Goodbye”, να διατεθεί και να διαμορφωθεί ένας χώρος σε μουσείο μετανάστευσης. Κι αν ένα μόνο άγαλμα έπρεπε να στηθεί στο λιμάνι του Πειραιά θα έπρεπε να είναι του συγγενή που κουνώντας το χέρι αποχαιρετά παντοτινά τον δικό του άνθρωπο στον ορίζοντα της λήθης.
*Ο Στέφανος Μίλεσης γεννήθηκε το 1964 στη Φρεαττύδα, στον Πειραιά όπου κατοικεί μέχρι και σήμερα. Είναι συγγραφέας, ιστορικός ερευνητής και ραδιοφωνικός παραγωγός. Το 2009 δημιούργησε το ιστολόγιο «Πειραιόραμα Ιστορίας και Πολιτισμού», με αποκλειστικό σκοπό την προβολή της ιστορίας του Πειραιά. Ραδιοφωνικός παραγωγός στην Δημοτική Ραδιοφωνία Πειραιά «Κανάλι Ένα» (90,4) και στον σταθμό «Πειραϊκή Εκκλησία» (91,2).
Έχει δώσει πλήθος ομιλιών και διαλέξεων με θέματα από την ναυτική και την τοπική ιστορία, σε σχολεία δημοτικά, γυμνάσια και λύκεια, σε πολιτιστικούς συλλόγους και σε πνευματικά ιδρύματα. Διετέλεσε διδάσκων εισηγητής στο πρόγραμμα «Ενορία Εν Δράσει» της Ιεράς Μητροπόλεως Πειραιώς και είναι εισηγητής στο εκπαιδευτικό πρόγραμμα του Ιδρύματος Λασκαρίδη, με τίτλο «Το μεγάλο λιμάνι σταυροδρόμι των εξελίξεων στην ελληνική ιστορία» που απευθύνεται σε μαθητές δημοτικών σχολείων και γυμνασίων.
Το 2014 εκλέχθηκε Γενικός Γραμματέας της Φιλολογικής Στέγης Πειραιώς και από το 2016 είναι Πρόεδρος αυτής. Είναι μέλος της Εθνικής Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών, του Πειραϊκού Συνδέσμου, του Ναυτικού Μουσείου Ελλάδος και της Ένωσης Παλαιών Προσκόπων Νέου Φαλήρου.
Έχει ξεπεράσει τις 160 διαλέξεις σε πνευματικά και πολιτιστικά κέντρα του Πειραιά.
Πάνω από 800 άρθρα πειραϊκής και ναυτικής ιστορίας έχουν δημοσιευθεί σε εφημερίδες και περιοδικά και έχουν αναρτηθεί στο διαδίκτυο από διάφορες ιστοσελίδες. Έχει τιμηθεί από πολλούς συλλόγους στον Πειραιά και έχει μετάσχει ως εξωτερικός συνεργάτης σε τηλεοπτικές παραγωγές. Προσέφερε από διάφορες θέσεις τις υπηρεσίες του ως μέλος, γραμματέας και Πρόεδρος Επιτροπών Κοινωνικής Συμπαράστασης. Υπήρξε Μέλος Διοικητικού συμβουλίου της Ένωσης Παλαιών Προσκόπων Νέου Φαλήρου και διετέλεσε Γενικός Γραμματέας και υπαρχηγός δράσεων αυτής. Έχει τιμηθεί με το Χαλκούν Μετάλλιο Ερυθρού Σταυρού, το Μετάλλιο Παλαιού Προσκόπου και το Μετάλλιο Αθανασίου Λευκαδίτη.