Εφημερίδα Κοινωνική

Περί της προτάσεως Γκούτενσον να οικοδομηθεί η πρωτεύουσα στη θέση του σημερινού Πειραιά (1833) – Γράφει ο Στέφανος Μίλεσης

 Breaking News

Περί της προτάσεως Γκούτενσον να οικοδομηθεί η πρωτεύουσα στη θέση του σημερινού Πειραιά (1833) – Γράφει ο Στέφανος Μίλεσης
11 Φεβρουαρίου 2021

banner_milesis

 

 

 

 

 

 

 

«Από πέτρα και θάλασσα-Οδοιπορικό στην ιστορία του Πειραιά» κάθε Πέμπτη στην εφημερίδα Κοινωνική
Γράφει ο Στέφανος Μίλεσης*

Όταν τον Φεβρουάριο του 1833 υπεγράφη στο Λονδίνο το πρωτόκολλο με το οποίο αναγνωριζόταν η ανεξαρτησία της Ελλάδος, άρχισαν αμέσως οι συζητήσεις για τον καθορισμό της πρωτεύουσας του νέου κράτους. Υποψηφιότητες είχαν θέσει η Κόρινθος, το Ναύπλιο, το Άργος, η Σύρος, η Τρίπολη και ακόμα και τα Μέγαρα υπέρ των οποίων είχε ταχθεί Κωλέττης. Η Αθήνα από την πλευρά της λάμβανε τη θερμή υποστήριξη του πατέρα του Όθωνα, βασιλιά της Βαυαρίας Λουδοβίκου. Οι περισσότερες πόλεις που προτάθηκαν για πρωτεύουσα του μικρού νεοσύστατου ελληνικού κράτους είχαν ένα κοινό γνώρισμα. Ήταν οι περισσότερες παράλιες, ακόμα όμως κι αν δεν ήταν, δεν απείχαν πολύ από τη θάλασσα. Προτάθηκαν επίσης το Άργος καθώς θα χρησιμοποιούσε ως λιμάνι το Ναύπλιο, αλλά και η Σύρος που εκείνη την εποχή κατείχε σπουδαία θέση για τα πλοία που κατευθύνονταν στη Σμύρνη και στην Κωνσταντινούπολη. H μόνη υποψήφια πόλη που δεν ήταν παράλια και απείχε από θάλασσα ήταν  η Τρίπολη. Ευρισκόμενη όμως στο κέντρο της Πελοποννήσου αποτελούσε εμπορικό σταυροδρόμι. Όμως ακόμα κι αν αφήσουμε κατά μέρος τις υποψηφιότητες αυτές, ακολουθούσε ένας μακρύς κατάλογος πόλεων που την εποχή εκείνη αποτελούσαν σημαντικά κέντρα για διαφορετικούς λόγους έστω και αν η φωτιά της επανάστασης τα είχε καταστρέψει ή τα είχε οδηγήσει σε παρακμή. Για παράδειγμα η Ύδρα που υπήρξε σπουδαίο ναυτικό κέντρο.

Η Λιβαδειά επίσης σπουδαίο εμπορικό κέντρο της Ανατολικής Ρούμελης γνωστή για τη ζωντάνια της και τη μανιφατούρα της. Σε αντίθεση με όλες τις προηγούμενες πόλεις που αναφέραμε η Αθήνα την εποχή εκείνη ήταν επί της ουσίας ένα μεγάλο χωριό. Δεν αποτελούσε ούτε πόλο έλξης εμπορίου, ούτε πληθυσμιακή ανάπτυξη είχε, ούτε καν σοβαρά οικοδομήματα. Ωστόσο ήταν περιζήτητος προορισμός ανάμεσα στους ξένους περιηγητές καθώς την επισκέπτονταν με μοναδικό κίνητρο το ένδοξο ιστορικό παρελθόν της. Η ομορφιά και το ενδιαφέρον των ξένων για την Αθήνα είχε λοιπόν να κάνει με την αγάπη που είχαν όσοι μελετούσαν την κλασική αρχαιότητα και το αρχαίο κλέος της. Όταν όμως οι ξένοι περιηγητές επισκέπτονταν την Αθήνα την Αθήνα απογοητεύονταν από όσα τελικώς αντίκριζαν.

Ο Πουκεβίλ γράφει στο έργο του «Ταξίδι στην Ελλάδα» ότι η Αθήνα που επισκέφθηκε, ελάχιστα θυμίζει την Αθήνα της αρχαιότητας. Και δεν ήταν μόνο ο Πουκεβίλ αλλά και πολλοί άλλοι περιηγητές περίπου τα ίδια έγραφαν στα ημερολόγιά τους όταν αντίκριζαν την πραγματική εικόνα της Αθήνας, σε αντίθεση με την Αθήνα που είχαν σχεδιάσει στη φαντασία τους. Ο Λουδοβίκος όμως είπαμε ήταν εκείνος που επέμενε πεισματικά την Αθήνα για πρωτεύουσα, καθώς εξέπεμπε την ιστορική μαγεία του παρελθόντος και συνέδεε το νέο ελληνικό κράτος με το όνομα της αρχαίας Ελλάδας. Έτσι με μπροστάρη τον Λουδοβίκο στάθηκαν κι άλλοι να συνηγορούν υπέρ της Αθήνας. Την εποχή εκείνη βρισκόταν στην Ελλάδα ο Βαυαρός Αρχιτέκτονας Γιόχαν Γκούτενσον (Goutenson), ο οποίος φιλοδοξούσε να εφαρμόσει τα δικά του σχέδια. Αφού πέτυχε μερικούς σχεδιασμούς δημοσίων κτηρίων σε Σύρο και Τήνο, υπέβαλλε την πρότασή του με την οποία πρότεινε η νέα ελληνική πρωτεύουσα να οικοδομηθεί είτε στην Κόρινθο είτε στον Πειραιά! Συγκεκριμένα για την Κόρινθο πρότεινε η ανοικοδόμηση να γίνει όχι στην αρχαία πόλη όπως θα περίμενε κάποιος, αλλά στο νέο παραλιακό συνοικισμό της, που καθώς είχε δημιουργηθεί μεταγενέστερα είχε λάβει την ονομασία «Νέα Κόρινθος».

Το ίδιο μοντέλο ανάπτυξης είχε προτείνει και για την περίπτωση του Πειραιά. Πρότεινε δηλαδή την οικοδόμηση της παράλιας «Νέας Αθήνας», στη θέση που κάποτε κατείχε ο αρχαίος Πειραιάς. Συνεπώς η διατύπωση που καθιερώθηκε ιστορικά που θέλει τον Πειραιά ως υποψήφια πόλη για πρωτεύουσα είναι λανθασμένη, καθώς αφορούσε στην οικοδόμηση των Νέων Αθηνών, στην έκταση που κάποτε δέσποζε ο αρχαίος Πειραιάς και όχι στην ανοικοδόμηση του Πειραιά και την ανακήρυξή του σε πρωτεύουσα. Εάν ίσχυε η πρόταση Γκούτενσον, καθ’ ομοίωση με το κορινθιακό σχέδιο, ο Πειραιάς θα έμενε για πάντα μόνο στις ιστορικές σελίδες του παρελθόντος. Την εποχή που γίνονται αυτές οι συζητήσεις ακόμα και το Μοναστήρι που κάποτε υπήρχε στην ακτή του, είχε καταστραφεί, ενώ και η ξύλινη καλύβα του Τούρκου τελωνοφύλακα είχε ερημώσει. Από την καταστροφή του αρχαίου Πειραιά από τον Ρωμαίο Σύλλα μέχρι το 1833 είχαν μεσολαβήσει περίπου 1.800 χρόνια εξαφάνισης του Πειραιά από το προσκήνιο της ιστορίας. Κανείς δεν υπήρχε για να αντιδράσει στην οριστική εξαφάνιση του Πειραιά από το ιστορικό προσκήνιο αν ίσχυε η πρόταση Γκούτενσον.

Όμως ιστορία της πρότασης αυτής έχει ως εξής: Την 1η Μαρτίου 1833 η Αντιβασιλεία του Όθωνα έστειλε τον Γκούτενσον με έναν γεωμέτρη για  να εξετάσουν διάφορα τεχνικά ζητήματα που θα στήριζαν την υποψηφιότητα της Αθήνας ως πρωτεύουσας. Εκείνοι περιοδεύοντας είδαν ότι δεν θα μπορούσε η Αθήνα να ανταποκριθεί στα δεδομένα μιας σύγχρονης εποχής καθώς ούτε δρόμους διέθετε για τον ανεφοδιασμό της, ούτε μεγάλη πόλη ήταν που να διαθέτει μέγαρα και μεγάλα κτήρια. Έτσι οι δύο απεσταλμένοι γνωμοδότησαν ότι η πρωτεύουσα έπρεπε να οικοδομηθεί στη θέση του αρχαίου Πειραιά, καθώς αποτελούσε σπουδαία στρατηγική θέση, με τρία φυσικά λιμάνια και το κυριότερο μπορούσε να επεκταθεί μελλοντικά προς την «ηπειρωτική» κατεύθυνση. Δεν διευκρίνισαν το όνομα της πρωτεύουσας που θα οικοδομείτο στον Πειραιά, όμως ακολουθώντας το μοντέλο της Κορίνθου σε νέα Κόρινθο, εξάγεται το συμπέρασμα ότι όμοια και εδώ θα οικοδομείτο η Νέα Αθήνα. Με την πρόταση Γκούτενσον θα έμενε άθικτη και η αρχαία πόλη των Αθηνών η οποία θα αναδεικνυόταν.

Υπέδειξαν μάλιστα και τη θέση για την οικοδόμηση των ανακτόρων στο υψηλότερο σημείο της Πειραϊκής Χερσονήσου. Η πρότασή τους αντικειμενικά παρουσίαζε ανεκτίμητα προσόντα εν συγκρίσει με την Αθήνα που δεν είχαν να κάνουν μόνο με την διατήρηση των αρχαίων αλλά και άλλους λόγους. Συγκεκριμένα ο Πειραιάς και όλες οι εκτάσεις του, ανήκαν είτε στο Μοναστήρι του Αγίου Σπυρίδωνα το οποίο όμως είχε καταστραφεί ολοσχερώς, είτε σε Οθωμανούς ιδιοκτήτες. Κάποιες εκτάσεις του κατείχαν και οι Αθηναίοι που διατηρούσαν τα περιβόλια τους σε αυτές. Συνεπώς η περιοχή θα μπορούσε να προσφέρει πλήθος «Εθνικών Γαιών», εκτάσεων δηλαδή που ανήκαν στο δημόσιο, αποφεύγοντας τις συνηθισμένες αντιδράσεις ιδιοκτητών. Το σπουδαιότερο θα μπορούσε το δημόσιο θα εισέπραττε χρήματα από την πώληση των οικοδομήσιμων γηπέδων, με τα κέρδη των οποίων θα οικοδομούσε τα δημόσια κτήρια που μια σύγχρονη πόλη όφειλε να διαθέτει. Ο Γκούτενσον είχε μάλιστα υπολογίσει και το ποσό των κερδών που ανερχόταν στα 2 εκατομμύρια φιορίνια. Το σχέδιο για τον Πειραιά εγκρίθηκε ενώ όχι για την Κόρινθο. Ο Γκούτενσον ανέθεσε στον αρχηγό του σώματος των Βαυαρών μηχανικών που βρισκόταν στην Ελλάδα, τον Franz Von Tausch να ξεκινήσει τις μετρήσεις.

Τον Απρίλιο του 1833 υπέβαλε την πρότασή του και επίσημα. Τελικώς επικράτησαν οι απόψεις των στρατιωτικών συμβούλων της αντιβασιλείας που αντέδρασαν στην πρόταση Γκούτενσον καθώς έκριναν ότι το μικρό ελληνικό βασίλειο δεν είχε τη δύναμη να κρατήσει ξένους στόλους μακριά από τους λιμένες τους και κατά συνέπεια τόσο το παλάτι όσο και τα λοιπά κρατικά κτήρια θα κινδύνευαν αν οικοδομούνταν παράκτια. Έτσι για λόγους ασφαλείας το σχέδιο Γκούτενσον απορρίφθηκε. Ο Λούντβιχ Ρος (Ludwig Ross) υπήρξε ένας από τους ειδικούς επιστήμονες, αρχαιολόγος ο ίδιος,  που ακολούθησαν τον Όθωνα προκειμένου να στελεχώσουν την κρατική μηχανή. Φτάνοντας περιόδευσε σε διάφορα σημεία της επικράτειας καταγράφοντας όσα έβλεπε κι άκουγε σε ημερολόγιο. Έγραψε λοιπόν για την πρόταση του Γκούτενσον: «Πήγαμε μια μέρα έφιπποι στον Πειραιά και ο Γκούτενσον ανέπτυξε επί τόπου τις απόψεις του και επεσήμανε και την θέση όπου έπρεπε να γίνουν τα ανάκτορα. Οι προτάσεις του όμως δεν βρήκαν απήχηση.

Οι λόγοι κύρια ήταν ότι για να εγκαταστήσει το παλάτι ο Βασιλιάς στην ακτή του Πειραιά, θα έπρεπε να διαθέτει ισχυρό πολεμικό στόλο αλλιώς θα βρίσκονταν στην εμβέλεια των κανονιών κάθε εχθρικού σκάφους. Ενώ στην Αθήνα, το ίδιο το όνομα της πόλης, οι αναμνήσεις, τα ερείπια της αρχαιότητας, η ασφάλεια όλα συνηγορούσαν γι΄ αυτήν». Έτσι στον Πειραιά εφαρμόστηκε το δεύτερο σχέδιο της Αντιβασιλείας που προέβλεπε την οικοδόμηση μιας παραλιακής πόλης δευτερευούσης σημασίας που θα αποτελούσε ένα απλό επίνειο της πρωτευούσης, αποκαθιστώντας παράλληλα Έλληνες που είχαν καταστραφεί από την επανάσταση όπως ήταν οι Υδραίοι και οι Χιώτες. Φυσικά οι δυναμική των κατοίκων της «δευτερευούσης» αυτής πόλης, ανέτρεψαν τα σχέδια και ο Πειραιά αναδείχθηκε στο μεγαλύτερο λιμάνι της Ελλάδας και ένα από τα μεγαλύτερα του κόσμου.

 

 

*Ο Στέφανος Μίλεσης γεννήθηκε το 1964 στη Φρεαττύδα, στον Πειραιά όπου κατοικεί μέχρι και σήμερα. Είναι συγγραφέας, ιστορικός ερευνητής και ραδιοφωνικός παραγωγός. Το 2009 δημιούργησε το ιστολόγιο «Πειραιόραμα Ιστορίας και Πολιτισμού», με αποκλειστικό σκοπό την προβολή της ιστορίας του Πειραιά. Ραδιοφωνικός παραγωγός στην Δημοτική Ραδιοφωνία Πειραιά «Κανάλι Ένα» (90,4) και στον σταθμό «Πειραϊκή Εκκλησία» (91,2).

Έχει δώσει πλήθος ομιλιών και διαλέξεων με θέματα από την ναυτική και την τοπική ιστορία, σε σχολεία δημοτικά, γυμνάσια και λύκεια, σε πολιτιστικούς συλλόγους και σε πνευματικά ιδρύματα. Διετέλεσε διδάσκων εισηγητής στο πρόγραμμα «Ενορία Εν Δράσει» της Ιεράς Μητροπόλεως Πειραιώς και είναι εισηγητής στο εκπαιδευτικό πρόγραμμα του Ιδρύματος Λασκαρίδη, με τίτλο «Το μεγάλο λιμάνι σταυροδρόμι των εξελίξεων στην ελληνική ιστορία» που απευθύνεται σε μαθητές δημοτικών σχολείων και γυμνασίων.

Το 2014 εκλέχθηκε Γενικός Γραμματέας της Φιλολογικής Στέγης Πειραιώς και από το 2016 είναι Πρόεδρος αυτής. Είναι μέλος της Εθνικής Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών, του Πειραϊκού Συνδέσμου, του Ναυτικού Μουσείου Ελλάδος και της Ένωσης Παλαιών Προσκόπων Νέου Φαλήρου.

Έχει ξεπεράσει τις 160 διαλέξεις σε πνευματικά και πολιτιστικά κέντρα του Πειραιά.

Πάνω από 800 άρθρα πειραϊκής και ναυτικής ιστορίας έχουν δημοσιευθεί σε εφημερίδες και περιοδικά και έχουν αναρτηθεί στο διαδίκτυο από διάφορες ιστοσελίδες. Έχει τιμηθεί από πολλούς συλλόγους στον Πειραιά και έχει μετάσχει ως εξωτερικός συνεργάτης σε τηλεοπτικές παραγωγές. Προσέφερε από διάφορες θέσεις τις υπηρεσίες του ως μέλος, γραμματέας και Πρόεδρος Επιτροπών Κοινωνικής Συμπαράστασης. Υπήρξε Μέλος Διοικητικού συμβουλίου της Ένωσης Παλαιών Προσκόπων Νέου Φαλήρου και διετέλεσε Γενικός Γραμματέας και υπαρχηγός δράσεων αυτής. Έχει τιμηθεί με το Χαλκούν Μετάλλιο Ερυθρού Σταυρού, το Μετάλλιο Παλαιού Προσκόπου και το Μετάλλιο Αθανασίου Λευκαδίτη.


 



Σχετικά άρθρα

Τελευταια

Εφημερεύοντα Φαρμακεία ΑΤΤΙΚΗΣ