Εφημερίδα Κοινωνική

Γεώργιος Καραϊσκάκης. Οι εχθροί και οι αντίπαλοι – Γράφει ο Στέφανος Μίλεσης

 Breaking News

Γεώργιος Καραϊσκάκης. Οι εχθροί και οι αντίπαλοι – Γράφει ο Στέφανος Μίλεσης
04 Φεβρουαρίου 2021

banner_milesis

 

 

 

 

 

 

 

«Από πέτρα και θάλασσα-Οδοιπορικό στην ιστορία του Πειραιά» κάθε Πέμπτη στην εφημερίδα Κοινωνική
Γράφει ο Στέφανος Μίλεσης*

 

Είναι γεγονός ότι αν ο Καραϊσκάκης ζούσε τρεις ημέρες ακόμα, θα είχε επιτύχει μια περίλαμπρη νίκη στο φαληρικό πεδίο και αντί για ήττα, σήμερα θα μιλούσαμε για την ένδοξη νίκη του Ανάλατου. Το μεγαλύτερο και δυσκολότερο μέρος των σχεδίων του στον Πειραιά είχε ήδη επιτευχθεί. Είχε καταφέρει με την κατάληψη της Μονής του Αγίου Σπυρίδωνα, να ενώσει δύο αντίθετα μέτωπα, της Καστέλλας και του Κερατσινίου, σε ένα ενιαίο, το οποίο σαν κύμα θα πίεζε το στρατό του Κιουταχή από τη μια πλευρά, ενώ από τις άλλες ήταν η θάλασσα όπου το τουρκικό ναυτικό ήταν άφαντο. Ο Κιουταχής το είχε πάρει απόφαση, ότι ο Καραϊσκάκης θα τον κατέτρωγε και μέσα στην απελπισία του ο τύραννος ζήτησε από τους παρατρεχάμενούς του να του ετοιμάσουν ένα τάφο στα Πατήσια. Βλέποντας την επερχόμενη καταστροφή του προτιμούσε να μείνει εκεί, έστω και νεκρός, παρά να αντιμετωπίσει την οργή του Σουλτάνου. Και ο Καραϊσκάκης που γνώριζε καλά τον τρόπο σκέψης του αντιπάλου του και τα στρατηγήματά του, προσπαθούσε να πείσει τον αμαθή, τον άκαπνο τον Κόχραν να καταλάβει τον Μαραθώνα και τον Ωρωπό για να αποκόψει τον Κιουταχή από την Εύβοια όπου θα μπορούσε να αναζητήσει βοήθεια.

Σκοπός του ήταν να τον στρέψει προς τις θεσσαλικές πεδιάδες μακριά από τα πεδία των πολεμικών επιχειρήσεων. Και όταν τα σχέδια αυτά διακόπηκαν από τον απρόσμενο θάνατό του, ένας Τούρκος Μπέης κοντά στον Κιουταχή άρχισε να περιγελά τον νεκρό εκ του ασφαλούς αφού δεν θα μπορούσε πλέον να τους βλάψει. Τότε ο Κιουταχής τον διέκοψε «Πάψε ανόητε, αν ζούσε ο Καραϊσκάκης θα έφτανε μέχρι πάνω στην Μακεδονία». Και ο Κιουταχής είπε για τον άσπονδο εχθρό τους, εκείνο που ουδέποτε ομολόγησαν οι αντίπαλοί του.

Είναι γεγονός αναμφισβήτητο ότι η ελληνική ανεξαρτησία θα είχε επιτευχθεί δια των ελληνικών όπλων και η επέμβαση των Μεγάλων Δυνάμεων θα καθίστατο παντελώς άχρηστη. Το Ναβαρίνο δεν θα συνέβαινε ούτε από τύχη, διότι ουδένα σκοπό θα εξυπηρετούσε. Η Ελλάς θα όδευε μόνη και υπερήφανη στον δρόμο της ανεξαρτησίας. Όμως αυτή η «λύση» ήταν ενάντια στα σχέδια που ήδη είχαν αποφασιστεί για αυτονόμηση μόνο της Πελοποννήσου και μερικών νησιών που θα ενώνονταν με τις ήδη αγγλικές Ιόνιους Νήσους και θα τελούσαν υπό καθεστώς ημιαυτόνομης πολιτείας με υψηλή αγγλική εποπτεία. Συνεπώς η επανάσταση στη Ρούμελη έπρεπε να εκπνεύσει. Στα πλαίσια αυτού του σχεδιασμού είχαν «επιστρατευθεί» ντόπιοι παράγοντες («ταλαριστές» τους αποκαλούσε περιφρονητικά ο Καραϊσκάκης, καθώς επρόκειτο για Έλληνες που ξεπουλιόνταν ακόμα και για ένα τάληρο), να δράσουν αποτρεπτικά σε κάθε απρόβλεπτο παράγοντα σε αγαστή συνεργασία με τους ντόπιους συνωμότες που έκαναν τα θελήματα των ξένων.

Και ο Καραϊσκάκης εμφανιζόμενος από το πουθενά, ο μούλος της Καλόγριας όπως τον αποκαλούσαν όταν ζούσε οι άσπονδοι «φίλοι» του (μετά την επανάσταση και αφού εκτιμήθηκε η προσφορά του μεταβλήθηκε σε «Γιο της Καλογριάς»), στάθηκε ο δεύτερος απρόβλεπτος παράγοντας. Διότι είχε υπάρξει προηγούμενα το ηρωικό Μεσολόγγι. Όμως μετά τη θυσία της ιεράς πόλης, φαινόταν ολοκάθαρα ότι εκείνοι που είχαν αναλάβει τη χαλιναγώγηση της επανάστασης, είχαν καταφέρει με τις συνωμοσίες τους, τη διχόνοια και τους εμφυλίους να σβήσουν τη φλόγα της στη Ρούμελη. Μόνο ο Καραϊσκάκης πίστεψε στην ανάσταση του αγώνος που θα οδηγούσε στην εθνική σωτηρία. Πραγματικά από νίκη σε νίκη με προελάσεις και αντιπερισπασμούς κατέστρεφε στη Ρούμελη τις εφοδιοπομπές του εχθρού και προέβλεπε τις κινήσεις του αντιπάλου. Παρότι απαίδευτος στις στρατιωτικές επιστήμες υπήρξε πολυμαθής στα πεδία των μαχών.

Κατάφερνε με τον αποφασιστικό του χαρακτήρα να υπερβεί όλα τα εμπόδια που οι «εσωτερικοί» αντίπαλοι όρθωναν στις αποφάσεις του, ταυτόχρονα με όσα αντιμετώπιζε από ένα υπέρμετρα μεγαλύτερο εχθρό. Όμως οι αντίπαλοι στάθηκαν χειρότεροι κι από τον ίδιο τον εχθρό. Οι ραδιουργίες τους ξεπέρασαν σε βάσανο και την ίδια του την αρρώστια. Η τρομερή νόσος που τον κατέτρωγε, μάλλον επρόκειτο περί φυματίωσης, αποτελούσε πρόβλημα με το οποίο είχε μάθει να ζει. Οι κακουχίες από την παιδική του ηλικία του είχαν πειράξει τα πνευμόνια. Οι συνωμοσίες όσων εμφανίζονταν μπροστά του ως φίλοι τον ταλαιπώρησαν περισσότερο. Την μια τον επαινούσαν αλλά πίσω του τον αποκαλούσαν «γύφτο» λόγω του χρώματός του και «χτικιάρη» λόγω των προβλημάτων της υγείας του, που φυσικά δεν θα είχε αν δεν αγωνιζόταν να λευτερώσει το γένος. Δυστυχώς αυτή η τακτική κολακείας και φθόνου μας χαρακτηρίζει ως λαό μέχρι και σήμερα.

Γρήγορα ο Καραϊσκάκης έμαθε τις μεθόδους που μεταχειρίζονταν όλοι εκείνοι και τους αναγνώριζε από την πρώτη κολακεία τους. Δεν επιθυμούσε καμιά επαφή μαζί τους «Φύγε βρωμιάρη! Ήρθες εδώ ίσια το ορδί μου τάχατες για φίλος, άπιστε άνθρωπε όμοια με τους αφεντάδες σου!» έλεγε όταν τους έδιωχνε. Και αυτοί τον πολεμήσαν με κάθε τρόπο θεμιτό και αθέμιτο. Όταν δημιούργησε το προσωρινό του στρατόπεδο στην Ελευσίνα, η Διοίκηση τροφοδοτούσε με χρήματα και εφόδια το άκαπνο στρατόπεδο των Μεγάρων, που είχε χαρακτηρίσει ως «εκπαιδευτικό» μόνο και μόνο για να δικαιολογεί το ξόδεμα των χρημάτων του δανείου, όταν την ίδια στιγμή οι άνδρες του Καραϊσκάκη φυτοζωούσαν. Την ίδια εποχή στη Σαλαμίνα βολόδερναν άνδρες ανενεργοί και οκνηροί τροφοδοτούμενοι με δίστηλα άγνωστης προέλευσης. Ο Καραϊσκάκης με μόνο εφόδιο το λόγο του προσπαθούσε να τους πείσει να ενταχθούν στη δύναμή του.

«Μη παιδεύεσαι» του είπαν «τράβα κι εσύ να κάνεις το στρατόπεδό σου στη Σαλαμίνα διότι αν παραμείνεις εδώ θα έρθουν οι Τούρκοι και θα σε διαλύσουν». Κι αυτό το έλεγαν για να τον αποκαρδιώσουν και να τον κάνουν να μην εμπλακεί αφού δεν διέθετε την δύναμη να αντιπαραταχθεί στον Κιουταχή. «Πηγαίνετε όπου αγαπάτε» τους απάντησε ο Καραϊσκάκης. «Εγώ θα μείνω στη θέση μου κι ας χαθώ. Όταν όμως σας ρωτήσουν κάποτε οι άνθρωποι τι κάνατε τον αρχηγό σας να τους πείτε ότι τον παραδώσατε στους εχθρούς γιατί δεν ήθελε να γίνει αρχηγός μιας λιποταξίας». Πήρε το άλογό του και άρχισε να τριγυρνά στην Πειραϊκή χερσόνησο για να βρει την καταλληλότερη τοποθεσία του δευτέρου μετώπου. Ένας στρατηγός, ίππευε νύχτα ανάμεσα στα Τουρκικά στρατεύματα σε ρόλο ανιχνευτή! Κι όταν τελικά τη βρήκε, ζήτησε από τους άνδρες να τον ακολουθήσουν. Μα σαν ξημέρωσε, τους μέτρησε και βρήκε παρόντες τους μισούς! Οι άλλοι είχαν επιστρέψει πίσω στην ασφάλεια της Σαλαμίνας. Όμως δεν έκανε βήμα πίσω, πάντα με πίστη στον Θεό προχωρούσε στην απόφασή του. Και η δόξα που απέκτησε ύστερα από τα στρατηγήματά του τον καθιστούσε επικίνδυνο για τους αντιπάλους του (οι άλλοι ήταν απλώς εχθροί). Για αυτό στη Συνέλευση της Τροιζήνας φρόντισαν να τον βγάλουν από τη μέση αφαιρώντας του την διοίκηση και δίνοντάς την στους δύο «Εγγλέζους» στον Κόχραν και στον Τσώρτς που δεν είχαν καμία γνώση για τον τρόπο που μάχονταν οι Έλληνες, τη ψυχολογία τους, τα ήθη και τις συνήθειές τους. Μα και τα σχέδιά τους για την Ελλάδα ήταν διαφορετικά απ’ τα δικά μας.

Ωστόσο ο Καραϊσκάκης πάλεψε με όλους και με τους μέσα και με τους έξω κι ας τον έκαιγε ο πυρετός και ας τον έλιωνε η αρρώστια. Έμεινε αλύγιστος ως το τέλος πολεμώντας, ιππεύοντας, σκαρφαλώνοντας σε ράχες και σε βουνά, καθοδηγώντας. Από τα στρατηγήματά του έχασαν τη ζωή τους 14 χιλιάδες Τούρκοι! Όμως είτε εκ προθέσεως, είτε εξ αμελείας οι αντίπαλοί του έβγαλαν τον «χτικιάρη» τον «παλιόγυφτο» από τη μέση και χάρηκαν περισσότερο και από τον άσπονδο εχθρό του τον Κιουταχή. Κι ενώ τον έθαβαν στη Σαλαμίνα ο Τσώρτς φοβούμενος μήπως δεν εφαρμοστεί το καταστροφικό σχέδιό τους, φώναξε του οπλαρχηγούς σε σύσκεψη στη σπηλιά της Καστέλλας όπως έλεγαν τότε το αρχαίο Σηρράγειον.

Εκεί τους μίλησε για την ανδρεία του νεκρού και για το πόσο τάχα λυπήθηκε. Τους είπε ότι με δικά του χρήματα θα ορθώσει οβελίσκο προς τιμή του για να έχουν να το λένε οι επόμενες γενιές. Κι ύστερα τους μίλησε για την κατά μέτωπο επίθεση που ήθελαν οι Εγγλέζοι να γενεί στην οποία τάχα είχε συναινέσει και ο νεκρός. Και πείσθηκαν οι απονήρευτοι οι Έλληνες μέσα στη θολούρα τους να κάνουν πράξη το «τρελό σχέδιο» επίθεσης των Εγγλέζων. Μόλις 14 ώρες πέρασαν από τον θάνατο του Καραϊσκάκη (πέθανε στις 4 τα ξημερώματα στις 23 Απρίλη και στις οκτώ το βράδυ της ίδιας μέρας ξεκίνησε η επιχείρηση), για να συμβεί η μεγαλύτερη ήττα της επανάστασης (Ανάλατου), που διέλυσε όλες τις ελληνικές θέσεις στην πειραϊκή χερσόνησο (Καστέλλα, Κερατσίνι, Παλαιόπυργο, Μοναστήρι Αγίου Σπυρίδωνα), οδήγησε στη συνθηκολόγηση το Κάστρο της Αθήνας (Ακρόπολη) και στο σβήσιμο της επανάστασης στη Ρούμελη.

Έτσι έφυγε το μεγαλύτερο μυαλό της επανάστασης σε ηλικία μόλις 45 χρονών. Δικαίως ο Κωστής Παλαμάς τον αποκάλεσε «Αχιλλέα της Ρωμιοσύνης». Σήμερα κάθε χρόνο τιμούμε τη μνήμη του στον οβελίσκο του Φαλήρου μα εκείνο που πρέπει να προσέξουμε είναι η κακολογιά που συνεχίζει να μας κατατρώει σαν λαό. Κακολογούμε ανθρώπους που δεν γνωρίζουμε, ό,τι καλό εμφανίζεται κάποιος να πράττει σπεύδουμε να το λασπολογήσουμε. Σπέρνουμε διχόνοια και θερίζουμε ανέμους. Ο Έλληνας, ο δυστυχής, ο ευκολόπιστος που τιμά τους οβελίσκους αλλά αρνείται να δεχθεί να μάθει για τις αιτίες που τους ύψωσαν. Που βλέπει το δένδρο αλλά χάνει το δάσος. Που είσαι ρε Καραϊσκάκη να πεις στους ταλαριστές της εποχής μας «Ήρθατε εδώ τάχατες για φίλοι, άπιστοι άνθρωποι όμοια με τους αφεντάδες σας

 

 

 

*Ο Στέφανος Μίλεσης γεννήθηκε το 1964 στη Φρεαττύδα, στον Πειραιά όπου κατοικεί μέχρι και σήμερα. Είναι συγγραφέας, ιστορικός ερευνητής και ραδιοφωνικός παραγωγός. Το 2009 δημιούργησε το ιστολόγιο «Πειραιόραμα Ιστορίας και Πολιτισμού», με αποκλειστικό σκοπό την προβολή της ιστορίας του Πειραιά. Ραδιοφωνικός παραγωγός στην Δημοτική Ραδιοφωνία Πειραιά «Κανάλι Ένα» (90,4) και στον σταθμό «Πειραϊκή Εκκλησία» (91,2).

Έχει δώσει πλήθος ομιλιών και διαλέξεων με θέματα από την ναυτική και την τοπική ιστορία, σε σχολεία δημοτικά, γυμνάσια και λύκεια, σε πολιτιστικούς συλλόγους και σε πνευματικά ιδρύματα. Διετέλεσε διδάσκων εισηγητής στο πρόγραμμα «Ενορία Εν Δράσει» της Ιεράς Μητροπόλεως Πειραιώς και είναι εισηγητής στο εκπαιδευτικό πρόγραμμα του Ιδρύματος Λασκαρίδη, με τίτλο «Το μεγάλο λιμάνι σταυροδρόμι των εξελίξεων στην ελληνική ιστορία» που απευθύνεται σε μαθητές δημοτικών σχολείων και γυμνασίων.

Το 2014 εκλέχθηκε Γενικός Γραμματέας της Φιλολογικής Στέγης Πειραιώς και από το 2016 είναι Πρόεδρος αυτής. Είναι μέλος της Εθνικής Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών, του Πειραϊκού Συνδέσμου, του Ναυτικού Μουσείου Ελλάδος και της Ένωσης Παλαιών Προσκόπων Νέου Φαλήρου.

Έχει ξεπεράσει τις 160 διαλέξεις σε πνευματικά και πολιτιστικά κέντρα του Πειραιά.

Πάνω από 800 άρθρα πειραϊκής και ναυτικής ιστορίας έχουν δημοσιευθεί σε εφημερίδες και περιοδικά και έχουν αναρτηθεί στο διαδίκτυο από διάφορες ιστοσελίδες. Έχει τιμηθεί από πολλούς συλλόγους στον Πειραιά και έχει μετάσχει ως εξωτερικός συνεργάτης σε τηλεοπτικές παραγωγές. Προσέφερε από διάφορες θέσεις τις υπηρεσίες του ως μέλος, γραμματέας και Πρόεδρος Επιτροπών Κοινωνικής Συμπαράστασης. Υπήρξε Μέλος Διοικητικού συμβουλίου της Ένωσης Παλαιών Προσκόπων Νέου Φαλήρου και διετέλεσε Γενικός Γραμματέας και υπαρχηγός δράσεων αυτής. Έχει τιμηθεί με το Χαλκούν Μετάλλιο Ερυθρού Σταυρού, το Μετάλλιο Παλαιού Προσκόπου και το Μετάλλιο Αθανασίου Λευκαδίτη.


 



Σχετικά άρθρα

Τελευταια

Εφημερεύοντα Φαρμακεία ΑΤΤΙΚΗΣ