
«Από πέτρα και θάλασσα Οδοιπορικό στην ιστορία του Πειραιά» κάθε Πέμπτη στην εφημερίδα Κοινωνική
Γράφει ο Στέφανος Μίλεσης*
Την εποχή της ιστιοφορίας το λιμάνι του Πειραιά ήταν γεμάτο από ταρσανάδες που εργάζονταν από νωρίς το πρωί έως την δύση του ηλίου για να προλάβουν να διεκπεραιώσουν τον τεράστιο αριθμό σκαφών που ανέμεναν για κάποια αβαρία, χώρια οι παραγγελίες για νέα σκαριά. Η πιο συνηθισμένη εργασία στους ταρσανάδες ήταν το καλαφάτισμα των σκαφών. Για αυτό και οι μάστορες που την αναλάμβαναν ονομάζονταν Καλαφατζήδες. Με το καλαφάτισμα έκλειναν τα διάφορα ανοίγματα των σανίδων που κάθε τόσο τα σκάφη παρουσίαζαν. Ταρσανάδες υπήρχαν κατά μήκος της Ακτής Ξαβερίου αλλά και από το Λιμένα Αλών μέχρι κάτω τον Άγιο Διονύση. Τα καρνάγια ήταν σε πραγματική παράταξη το ένα δίπλα από το άλλο και η εργασία ήταν αδιάκοπη. Η παρουσία των καρνάγιων στον Πειραιά οριοθετούνταν από δύο χαρακτηριστικά γνωρίσματα. Από τον ήχο και τη μυρουδιά! Ήχος διότι καθώς τα ιστιοφόρα κινούνταν αθόρυβα με την δύναμη του ανέμου, το λιμάνι του Πειραιά παρά την τρελή κίνηση πλοίων και ανθρώπων ήταν σχετικώς ένα αθόρυβο λιμάνι! Δεν ακούγονταν ούτε η σειρήνα της μπουρούς, ούτε βόμβος μηχανής. Ο μόνος ήχος που δέσποζε ήταν από τα ξυλόσφυρα που βαρούσαν ασταμάτητα ολομερής. Και εκείνη η χαρακτηριστική μυρωδιά καθώς σε κάθε ταρσανά έκαιγε αδιάκοπα ένα τεράστιο καζάνι όπου έφτιαχναν το κατράμι, απαραίτητο συστατικό για το κλείσιμο των αρμών. Το λιμάνι του Πειραιά μύριζε κατράμι από τη μια άκρη ως την άλλη.
Μεγάλα ιστιοφόρα σκάφη αλλά και διαφόρων τύπων ξυλοκάϊκα, ανέμεναν στωικά τη σειρά τους να δεχθούν τα έμπειρα χέρια του ταρσανατζή για να επισκευάσει την όποια αβαρία. Περισσότερο από το μισό μήκος των ακτών του πειραϊκού λιμανιού ήταν κατειλημμένο από ταρσανάδες! Το ίδιο με τον Πειραιά συνέβαινε και στα περισσότερα ελληνικά λιμάνια και κύρια στη Σύρα όπου και εκεί κατασκεύαζαν παλαιότερα πολλά ξυλοκάραβα, αλλά και στο Γαλαξίδι, στην Ερμιόνη, στις Σπέτσες και αλλού. Στους ταρσανάδες δεν εργάζονταν μόνο οι καλαφατζήδες, αλλά ζούσε ένας ολόκληρος κόσμος από την εργασία αυτή. Μαραγκοί, στοκαδόροι, μπογιατζήδες, σιδεράδες και πολλοί βοηθοί που ήταν συνήθως μικρά παιδόπουλα που την πρώιμη ηλικία είχαν μπει στο μεροκάματο για να μάθουν την δουλειά και γίνουν καλοί και άξιοι Μαστοραίοι. Την παραλιακή παράταξη των ταρσανάδων διέκοπταν σποραδικά κάποια μικρά καφενεία που εκτός από τον παραδοσιακό καφέ προσέφεραν και καλή ρετσίνα, κανέναν ψαράκι, ντομάτα και ελιές για την απαραίτητη μεσημεριανή ανάπαυλα των εργαζομένων, αν και οι περισσότεροι κουβαλούσαν το κολατσιό τους απ’ το σπίτι. Αυτοί οι καφενέδες ζούσαν κύρια από τη σύναξη της ναυτικής πελατείας. Κάθονταν σε αυτούς καπετάνιοι και ναυτικοί από όλα τα νησιά και παράκτια μέρη της Ελλάδος, αναμένοντας τον τεχνίτη για να συνεννοηθούν μαζί του για τις διάφορες εργασίες που έπρεπε να γίνουν.
Σκότωναν το χρόνο τους ρουφώντας τα πρωινά τον καφέ τους ή αργότερα το ούζο τους ενώ άλλοι σεργιάνιζαν πάνω κάτω στην παραλία χαζεύοντας στους διπλανούς ταρσανάδες τη μαστοράτζα που πάλευε να φέρει βόλτα τους δικούς της τους πελάτες. Στους ταρσανάδες και στους καφενέδες που βρίσκονταν σφηνωμένοι ανάμεσά τους, διηγούνταν ιστορίες για αγριεμένες θάλασσες και δυνατούς ανέμους και κύρια για φταιξίματα άλλων που προξένησαν στο σκάφος τους κάποια αβαρία. Και ο καθένας για να επαινέσει το σκάφος του και τη ναυτοσύνη του όλο και πρόσθετε κάτι περισσότερο από εκείνο που πραγματικά είχε συμβεί, κι έτσι στο τέλος από την επανάληψη η ιστορία έβγαινε αλλόκοτη μολονότι γινόταν πιστευτή ακόμα και από εκείνους που την είχαν αρχικά φανταστεί. Και οι περαστικοί πελάτες των ναυπηγείων όταν η αβαρία δεν ήταν μεγάλη, μέσα στη βδομάδα έφευγαν. Οι άλλοι όμως, οι μόνιμοι θαμώνες των μικρών καφενέδων, που ήταν απόμαχοι ναυτικοί, έμεναν να ακούνε ολοένα και περισσότερες ιστορίες, τόσες που δεν προλάβαιναν ούτε στα εγγόνια τους να τις διηγηθούν, για Έλληνες που έφτασαν κάποτε στην Γη του Πυρός με ένα μικρό καραβόσκαρο και για Κασιώτικα τρεχαντήρια που βρέθηκαν να ταξιδεύουν στην Ερυθρά. Από κοντά και οι ψαράδες που είχαν τις δικές τους ιστορίες που μπορεί να μην ήταν για θάλασσες μακρινές και χώρες ξωτικές, μα είχαν πολλά να διηγηθούν για την δική τους τέχνη.
Για καρχαρίες και φώκιες στις Σποράδες και για ψάρια τεράστια σε μέγεθος που τραβούσαν με το ζόρι να ανεβάσουν στην κουβέρτα. Κι έτσι ο καιρός περνούσε και οι τεχνίτες του ταρσανά προλάβαιναν να κάνουν τον στόκο, να βάψουν τα πλευρά και την καρίνα, να πάρουν μέτρα και να κόψουν το ξύλο που έσπασε ή την λαγουδέρα που είχε μποσικάρει. Οι ταρσανάδες του Πειραϊκού λιμανιού αλλά και των άλλων ελληνικών λιμανιών επιτελούσαν τότε ιερή αποστολή. Διότι η γρήγορη επισκευή δεν ήταν που έδινε φαγητό σε εννιά με δέκα οικογένειες, αλλά συντελούσε και στην ομαλή λειτουργία της πόλης. Με τα καΐκια έφταναν τα φρούτα και τα λαχανικά που τροφοδοτούσαν καθημερινά τα Λεμονάδικα, το ξυλοκάρβουνο στα Καρβουνιάρικα, τα όσπρια, τα ψάρια, τα αβγά της αγοράς, κάθε είδους αγαθό και εμπόρευμα. Καθώς δρόμοι δεν υπήρχαν, τα πάντα διεκπεραιώνονταν από τη θάλασσα. Με αυτά τα καΐκια οι ναυτικοί μας που πολλές φορές ήταν συνάμα και έμποροι, έφτασαν να ταξιδεύουν σε όλα τα λιμάνια της Μεσογείου και της Μαύρης Θάλασσας.
Πριν σηκώσουν τα πανιά για το ταξίδι εάν τύγχανε να είναι αδειανοί, φρόντιζαν να έχουν σαβουριάσει σωστά το σκάφος, να έχουν δηλαδή το σωστό έρμα που ήταν συνήθως άμμος για να τους δίνει ευστάθεια. Έτρεχαν ξυπόλυτοι πάνω στα ξυλοκαταστρώματα αδιαφορώντας για το κούνημα, κάνοντας όλες τις δουλειές που προέκυπταν αγόγγυστα, χωρίς ωράριο εργασίας, χωρίς να λογαριάζουν κρύο ή ζέστη, μέρα ή νύχτα. Κάποτε όμως κι ο Πειραιάς πέρασε στην εποχή του ατμού, τα ιστιοφόρα μειώνονταν και οι ταρσανάδες άρχισαν να περισσεύουν! Μέγα σχέδιο είχε ξεκινήσει ώστε όλα τα πλοία να πλευρίζουν στο λιμάνι. Και το σχέδιο απαιτούσε την απομάκρυνση των ταρσανάδων κατά μήκος των ακτών. Το 1925 σήμανε το τέλος της παρουσίας τους στο λιμάνι του Πειραιά. Τα μεγάλα λιμενικά έργα ξεκίνησαν και οι ναυπηγοξυλουργοί βρέθηκαν στο μακρινό τότε πευκόφυτο Πέραμα που αποτελούσε θερινό προορισμό για ανάπαυση και για θαλάσσια λουτρά. Αλλά πέραν αυτού και οι εργασίες των ταρσανάδων άρχισαν να φθίνουν.
Έφτασαν να ζουν μόνο από τις εργασίες επισκευής των βαρκών των λεμβούχων Πειραιώς. Οι βαρκάρηδες ήταν οι μόνοι που συνέχιζαν να εργάζονται με βάρκες πηγαίνοντας και φέρνοντας τον κόσμο στη στεριά. Μέχρι που το 1931 καταργήθηκε και το επάγγελμα του βαρκάρη και οι δύο χιλιάδες βάρκες που συντηρούσαν του ταρσανάδες του Περάματος οικονομικά, εξαφανίστηκαν σε μια νύχτα! Μαζί με τις βάρκες χάθηκαν και οι φορτηγίδες που επίσης ήταν ξύλινες και μεσολαβούσαν για την εκφόρτωση των εμπορευμάτων από τα εμπορικά πλοία σε αυτές κι ύστερα στη στεριά. Διότι το πλεύρισμα δεν έγινε μόνο για τα πλοία της ακτοπλοΐας, αλλά για όλα τα φορτηγά ατμόπλοια. Μπορούσαν να πλευρίσουν κι αυτά στην Ηετιώνεια Ακτή και να εκφορτώνουν αυτόματα με γερανούς τα εμπορεύματά τους ή από τα σύγχρονα σιλό που είχαν οικοδομηθεί κατά μήκος αυτής. Οι ναυπηγοξυλουργοί εκτός από εξόριστοι (έτσι ένιωθαν τότε με τη μεταφορά τους από το λιμάνι του Πειραιά στο Πέραμα), βρέθηκαν άνευ εργασίας Ο «Σύνδεσμος Ναυπηγοξυλουργών» που είχε στο μεταξύ συσταθεί αδυνατούσε να επιλύσει το πρόβλημα. Με παραστάσεις ζητούσαν την ανάληψη έργου στα ξύλινα μέρη των ατμόπλοιων (μπουλμέδες κ.λ.π.) που μέχρι τότε διόρθωναν –όχι πετυχημένα- τα διάφορα μέρη του πληρώματος. Το επάγγελμα του Καλαφατζή που κάποτε δέσποζε στο λιμάνι του Πειραιά, όπως και του βαρκάρη και του αρμενιστή, ξεχάστηκαν και έμειναν μόνο ως ιστορίες του παρελθόντος του μεγάλου πειραϊκού λιμανιού.
Ο Στέφανος Μίλεσης γεννήθηκε το 1964 στη Φρεαττύδα, στον Πειραιά όπου κατοικεί μέχρι και σήμερα. Είναι συγγραφέας, ιστορικός ερευνητής και ραδιοφωνικός παραγωγός. Το 2009 δημιούργησε το ιστολόγιο «Πειραιόραμα Ιστορίας και Πολιτισμού», με αποκλειστικό σκοπό την προβολή της ιστορίας του Πειραιά. Ραδιοφωνικός παραγωγός στην Δημοτική Ραδιοφωνία Πειραιά «Κανάλι Ένα» (90,4) και στον σταθμό «Πειραϊκή Εκκλησία» (91,2).
Έχει δώσει πλήθος ομιλιών και διαλέξεων με θέματα από την ναυτική και την τοπική ιστορία, σε σχολεία δημοτικά, γυμνάσια και λύκεια, σε πολιτιστικούς συλλόγους και σε πνευματικά ιδρύματα. Διετέλεσε διδάσκων εισηγητής στο πρόγραμμα «Ενορία Εν Δράσει» της Ιεράς Μητροπόλεως Πειραιώς και είναι εισηγητής στο εκπαιδευτικό πρόγραμμα του Ιδρύματος Λασκαρίδη, με τίτλο «Το μεγάλο λιμάνι σταυροδρόμι των εξελίξεων στην ελληνική ιστορία» που απευθύνεται σε μαθητές δημοτικών σχολείων και γυμνασίων.
Το 2014 εκλέχθηκε Γενικός Γραμματέας της Φιλολογικής Στέγης Πειραιώς και από το 2016 είναι Πρόεδρος αυτής. Είναι μέλος της Εθνικής Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών, του Πειραϊκού Συνδέσμου, του Ναυτικού Μουσείου Ελλάδος και της Ένωσης Παλαιών Προσκόπων Νέου Φαλήρου.
Έχει ξεπεράσει τις 160 διαλέξεις σε πνευματικά και πολιτιστικά κέντρα του Πειραιά.
Πάνω από 800 άρθρα πειραϊκής και ναυτικής ιστορίας έχουν δημοσιευθεί σε εφημερίδες και περιοδικά και έχουν αναρτηθεί στο διαδίκτυο από διάφορες ιστοσελίδες. Έχει τιμηθεί από πολλούς συλλόγους στον Πειραιά και έχει μετάσχει ως εξωτερικός συνεργάτης σε τηλεοπτικές παραγωγές. Προσέφερε από διάφορες θέσεις τις υπηρεσίες του ως μέλος, γραμματέας και Πρόεδρος Επιτροπών Κοινωνικής Συμπαράστασης. Υπήρξε Μέλος Διοικητικού συμβουλίου της Ένωσης Παλαιών Προσκόπων Νέου Φαλήρου και διετέλεσε Γενικός Γραμματέας και υπαρχηγός δράσεων αυτής. Έχει τιμηθεί με το Χαλκούν Μετάλλιο Ερυθρού Σταυρού, το Μετάλλιο Παλαιού Προσκόπου και το Μετάλλιο Αθανασίου Λευκαδίτη.