
«Από πέτρα και θάλασσα Οδοιπορικό στην ιστορία του Πειραιά» κάθε Πέμπτη στην εφημερίδα Κοινωνική
Γράφει ο Στέφανος Μίλεσης*
Κατά τις αρχές του 1900, υπηρετούσε στο Εικοστό Δημοτικό Σχολείο της οδού Ιωνιδών, στον Άγιο Βασίλειο, ένας δάσκαλος ο Ταγκόπουλος, του οποίου το όνομα έμελλε να διατηρηθεί για πολλά χρόνια στον Πειραιά. Τον Οκτώβριο του 1905 ο Ταγκόπουλος στα πλαίσια μιας τιμωρίας, χτύπησε με ράβδο έναν μαθητή του τον Στηνιώτη. Ο μικρός το μεσημέρι που σχόλασε επέστρεψε στο σπίτι του και διηγήθηκε κλαίγοντας το ξύλο που εισέπραξε από τον δάσκαλό του. Το ξύλο αποτελούσε μέσο διαπαιδαγώγησης συνηθισμένο την εποχή εκείνη και σπάνια προκαλούσε κάποια αντίδραση από πλευράς γονέων των ξυλοφορτωμένων μαθητών. Όμως ο άτυχος Στηνιώτης αργότερα την ίδια εκείνη ημέρα πέθανε! Αλλόφρονες οι γονείς του κατήγγειλαν τον δάσκαλο Ταγκόπουλο στην Αστυνομία, καθιστώντας τον υπεύθυνο για την απώλεια της ζωής του γιου τους. Ο Ταγκόπουλος ήταν ήδη γνωστός στην περιοχή της ενορίας του Αγίου Βασιλείου ως ένας ιδιαίτερα σκληρός δάσκαλος και η φήμη που είχε αποκτήσει συνετέλεσε σημαντικά στο να θεωρήσουν όλοι όσοι τον γνώριζαν, ότι εκείνος πραγματικά ήταν ο υπεύθυνος του θανάτου του μικρού μαθητή. Από τις έρευνες όμως που έγιναν δεν άργησε να αποδειχτεί ότι αιτία θανάτου του άτυχου Στηνιώτη ήταν η φυματιώδης μηνιγγίτιδα από την οποία είχε προσβληθεί.
Δημοσιεύματα εφημερίδων προσπάθησαν να αποκαταστήσουν το όνομα του δασκάλου Ταγκόπουλου αλλά το σχολείο, δεν ήθελε και πολύ για να «βαπτιστεί» με το όνομά του. Έκτοτε έλαβε την ονομασία «σχολείο του Ταγκόπουλου» ξεπερνώντας τον μέχρι τότε επίσημο τίτλο του που ήταν «Εικοστό Δημοτικό Σχολείο Πειραιώς». Ο Ταγκόπουλος τελικά κατάφερε να συνεχίσει την εκπαιδευτική του σταδιοδρομία καταλαμβάνοντας τη θέση του διευθυντού του συγκεκριμένου σχολείου. Δεν γνωρίζω αν συνέχισε και μετά το θάνατο του μικρού Στηνιώτη να χρησιμοποιεί τις ίδιες εκπαιδευτικές μεθόδους. Όμως αναμφισβήτητα η ιστορική πραγματικότητα έδειξε ότι ακόμη και όταν ο Ταγκόπουλος αποχώρησε, η φήμη του για τη σκληρότητα των μεθόδων που εφάρμοζε και την αυστηρά πειθαρχία που επέβαλλε, συνέχιζε να χαρακτηρίζει το «Εικοστό Δημοτικό Σχολείο» που έμεινε να αποκαλείται με το όνομα του πρώην διευθυντή του. Σε αυτό το σχολείο λοιπόν, που δεν έφερε το όνομα του εκμοντερνιστή της γλώσσας μας και λογοτέχνη Δημητρίου Ταγκόπουλου, όπως οι περισσότεροι πιστεύαμε, αλλά το όνομα ενός δασκάλου, αποφοίτησα κι εγώ έχοντας την «τύχη» να δοκιμάσω μέρος της «ιδιαίτερης» εκπαίδευσης της Ταγκοπούλειας παράδοσης. Στο τέλος της δεκαετίας του ’60 αρχές της δεκαετίας του ’70, το κτήριο που στεγαζόταν το δημοτικό σχολείο ήταν ήδη πανάρχαιο. Το αστείο ήταν ότι και η μητέρα μου, που πήγαινε στο ίδιο ακριβώς σχολείο, αναφερόταν και στη δική της εποχή για την παλαιότητά του! Όλοι όσοι το θυμούνται ή αναφέρονται σε αυτό, το θυμούνται πάντα παλαιό. Δημοφιλής υπήρξε φυσικά και στην δική μου εποχή ο χάρακας, τα κτυπήματα του οποίου απαριθμούσαμε οι ίδιοι στις παλάμες μας. Ένα, δύο, τρία… μέχρι να φτάσουμε στον αριθμό εκείνο που είχε οριστεί ως ποινή της όποιας απειθαρχίας είχαμε διαπράξει. Οι ποινές φαίνονταν ότι ακολουθούσαν κάποιον άγραφο κώδικα, καθώς επιβάλλονταν με ιδιαίτερη ευκολία, με συνοπτικές διαδικασίες, προς συνετισμό δικό μας και παραδειγματισμό των υπολοίπων. Μάλλον όμως τόσο εγώ όσο και οι υπόλοιποι δεν φαινόμασταν διόλου να συνετιζόμαστε από τα παθήματά μας. Τα επαναλαμβάναμε σταθερά που αληθινά φτάναμε εμείς να λυπηθούμε τους δασκάλους μας που έτρεχαν με το χάρακα ή άνευ αυτού να μας «κάνουν ανθρώπους».
Διότι μέχρι τότε μάλλον δεν θεωρούμασταν άνθρωποι αλλά αγρίμια! Ανεξίτηλες βεβαίως παραμένουν στις μνήμες μου ορισμένες εικόνες από το σχολείο, όπως το βαρύ μεταλλικό κουδούνι, που ανεβοκατεβάζαμε χειροκίνητα με τα δύο μας χέρια, ο ήχος του οποίου αποτελούσε πραγματική θεϊκή παρέμβαση, λύτρωση και έξοδο από μια ασφυκτική εξέταση, όμοια με την έξοδο των Εβραίων της Αγίας Γραφής. Πραγματικό θαύμα πώς ο μικρός και στενός εκείνος σχολικός διάδρομος χωρούσε εξήντα και εβδομήντα παιδιά που έτρεχαν αλαφιασμένα να φύγουν ταυτόχρονα -από μια μόνο τάξη- όταν επρόκειτο για τη λήξη των μαθημάτων. Οι τάξεις τότε πολυπληθείς, ουδεμία σχέση με τις σημερινές, ασφυκτικά γεμάτες από τα παλαιά ξύλινα θρανία στα οποία καθόμασταν ανά τριάδες! Μέχρι σήμερα αναρωτιέμαι πώς χωρούσαμε να κάτσουμε τρεις μαθητές με τις τσάντες μας, τα παλτά μας, σε ένα μόνο από αυτά. Τα ξύλινα θρανία μας ήταν χειροποίητα και μάλιστα Πειραϊκής προέλευσης. Προέρχονταν από το ξυλουργείο του φίλου και συνοδοιπόρου μου στα πολιτιστικά δρώμενα, Σταύρου Τζώρτζου, που παιδί ακόμα θυμάται να βοηθάει τον πατέρα του στην κατασκευή τους.
Το εργαστήριο Τζώρτζου βρισκόταν στη Λεωφόρο Χατζηκυριακού και Κανάρη, στο ισόγειο του 22ου Δημοτικού Σχολείου που ήταν γνωστό περισσότερο ως «Πανελλήνιο», ενώ το εκθετήριο βρισκόταν στη Λεωφόρο Βασιλέως Κωνσταντίνου 98 (στη συμβολή με την Κανθάρου) στη συνοικία Βρυώνη. Τα ξύλινα θρανία των σχολείων της εποχής εκείνης, όχι μόνο ήταν χειροποίητα, πραγματικά κομψοτεχνήματα, αλλά έδιναν δουλειά και στις τοπικές επιχειρήσεις ενισχύοντας την εθνική μας οικονομία. Στη φωτογραφία του άρθρου είναι το εκθετήριο του Τζώρτζου στη συνοικία Βρυώνη.
Άλλη εικόνα που διατηρείται έντονα στη μνήμη μου, είναι οι συκιές που δέσποζαν στο προαύλιο του σχολείου. Γηραιά δένδρα, τα μοναδικά ίσως που θα μπορούσαν να ανταγωνιστούν στην ηλικία το κτήριο του σχολείου. Προσέφεραν ίσκιο στα παιχνίδια μας κατά την διάρκεια των διαλειμμάτων. Κάτω από αυτές τις συκιές τοποθετούσαμε τα θρανία του Τζώρτζου, ύστερα από εντολές των δασκάλων, πάνω στα οποία ανεβαίναμε για να μπορέσουν οι φωτογράφοι να μας απαθανατίσουν όλους μας. Σε κάποιο συρτάρι της βιβλιοθήκης του πατρικού μου σπιτικού βρίσκονται αποθηκευμένες πολλές τέτοιες φωτογραφίες που διαφέρουν μόνο ως προς τη χρονολογία τους.
«Σχολικόν έτος 1970 – 1971»,
«Σχολικόν έτος 1971 – 1972».
Δυστυχώς οι γηραιές συκιές κόπηκαν τα τελευταία μόλις χρόνια λίγο πριν εγκαταλειφθεί και το ίδιο το κτήριο.
Μοναδική η θύμηση του μαθήματος της γυμναστικής. Την αποκαλούσαν «σουηδική», αλλά εμένα δεν μου φάνηκε καθόλου σουηδικό να κάνεις παρέλαση γύρω-γύρω από τις συκιές τραγουδώντας «πάνω εκεί στης Πίνδου μας τις κορφές…». Να θυμίσω ότι όλοι οι μαθητές τότε, φορούσαμε μπλε ποδιές που έμοιαζαν με κοντά μπουφάν, κουρεμένοι, με τους λευκούς γιακάδες (που σχεδόν ποτέ δεν φορούσα), ενώ στο ύψος της καρδιάς κρεμόταν μια μεταλλική κονκάρδα που στο κέντρο της δέσποζε μια κουκουβάγια ενώ περιμετρικά ανέγραφε το σχολείο που πηγαίναμε. Δυστυχώς ενώ διατηρούσα τη μεταλλική μου κονκάρδα φυλαγμένη για πολλά χρόνια, μάλλον έπεσε θύμα κάποιας μετακόμισης και εξαφανίστηκε. Χρόνια αργότερα πληροφορήθηκα ότι η περίφημη κουκουβάγια που φέραμε στις κονκάρδες μας ως έμβλημα τόσο εμείς όσο και τα υπόλοιπα σχολεία, που αποτελούσε παράλληλα και το σήμα του οργανισμού εκδόσεων διδακτικών βιβλίων, δεν ήταν τελικώς κουκουβάγια αλλά μπούφος! Και αυτό διότι ο μπούφος είναι εκείνος που φέρει στο κεφάλι του δύο μυτερά αυτιά ενισχυόμενα από τους δύο θυσάνους φτερών που τα συνοδεύουν στο πίσω μέρος τους. Οι μπούφοι θεωρούνται τεμπέλικα πτηνά που κοιμούνται διαρκώς κρατώντας το στόμα τους ανοιχτό ενώ δίνουν την εντύπωση του απλανούς βλέμματος, σα να κοιμούνται δηλαδή όρθιοι. Η περιγραφή και η αποτύπωσή τους στα σχολικά σήματα, μάλλον ταίριαζε καλύτερα στα ελληνικά πράγματα.
Κλείνοντας να πω ότι είναι ντροπή με την ιστορία του διαθέτουμε ως χώρα να επιμένουμε να μην ονοματίζουμε τα δημόσια σχολεία μας, αλλά να τα απαριθμούμε. Τα περισσότερα δημόσια σχολεία, φέρουν αρίθμηση όμοια με διμοιρίες, λόχους και συντάγματα. Όταν ερωτά κάποιος το όνομα του σχολείου που τελείωσες, θα πρέπει να απαντάς όχι με όνομα αλλά με αριθμό. Τελείωσα το εικοστό, όμοια με το απολύθηκα από το 34ο σύνταγμα πεζικού! Θα μπορούσε κάθε σχολείο στον Πειραιά να λάβει το όνομα του δρόμου που βρίσκεται η κεντρική πύλη του. Γυμνάσιο Αφεντούλη για παράδειγμα αντί του πρώτου, έκτου, πέμπτου κ.ο.κ. σχολείου. Άλλωστε οι δρόμοι στην πόλη μας λάμβαναν την ονομασία τους με αποστολή να διατηρήσουν στη συλλογική μνήμη τη σχέση του ονόματος με την πόλη. Τα παλαιά χρόνια σπάνια απέδιδαν σε δρόμο όνομα άσχετο με την ιστορία της πόλης. Σήμερα διέρχομαι έξω από το σχολείο που στέκει χρόνια τώρα έρημο και εγκαταλελειμμένο. Στις αίθουσές του καμιά παιδική φωνή δεν ακούγεται ενώ η αυλή του μου φαίνεται τελείως γυμνή χωρίς τις τεράστιες συκιές που ακόμα και σήμερα συνοδεύουν τις εικόνες της μνήμης μου.
* Ο Στέφανος Μίλεσης γεννήθηκε το 1964 στη Φρεαττύδα, στον Πειραιά όπου κατοικεί μέχρι και σήμερα. Είναι συγγραφέας, ιστορικός ερευνητής και ραδιοφωνικός παραγωγός. Το 2009 δημιούργησε το ιστολόγιο «Πειραιόραμα Ιστορίας και Πολιτισμού», με αποκλειστικό σκοπό την προβολή της ιστορίας του Πειραιά. Ραδιοφωνικός παραγωγός στην Δημοτική Ραδιοφωνία Πειραιά «Κανάλι Ένα» (90,4) και στον σταθμό «Πειραϊκή Εκκλησία» (91,2).
Έχει δώσει πλήθος ομιλιών και διαλέξεων με θέματα από την ναυτική και την τοπική ιστορία, σε σχολεία δημοτικά, γυμνάσια και λύκεια, σε πολιτιστικούς συλλόγους και σε πνευματικά ιδρύματα. Διετέλεσε διδάσκων εισηγητής στο πρόγραμμα «Ενορία Εν Δράσει» της Ιεράς Μητροπόλεως Πειραιώς και είναι εισηγητής στο εκπαιδευτικό πρόγραμμα του Ιδρύματος Λασκαρίδη, με τίτλο «Το μεγάλο λιμάνι σταυροδρόμι των εξελίξεων στην ελληνική ιστορία» που απευθύνεται σε μαθητές δημοτικών σχολείων και γυμνασίων.
Το 2014 εκλέχθηκε Γενικός Γραμματέας της Φιλολογικής Στέγης Πειραιώς και από το 2016 είναι Πρόεδρος αυτής. Είναι μέλος της Εθνικής Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών, του Πειραϊκού Συνδέσμου, του Ναυτικού Μουσείου Ελλάδος και της Ένωσης Παλαιών Προσκόπων Νέου Φαλήρου.
Έχει ξεπεράσει τις 160 διαλέξεις σε πνευματικά και πολιτιστικά κέντρα του Πειραιά.
Πάνω από 800 άρθρα πειραϊκής και ναυτικής ιστορίας έχουν δημοσιευθεί σε εφημερίδες και περιοδικά και έχουν αναρτηθεί στο διαδίκτυο από διάφορες ιστοσελίδες. Έχει τιμηθεί από πολλούς συλλόγους στον Πειραιά και έχει μετάσχει ως εξωτερικός συνεργάτης σε τηλεοπτικές παραγωγές. Προσέφερε από διάφορες θέσεις τις υπηρεσίες του ως μέλος, γραμματέας και Πρόεδρος Επιτροπών Κοινωνικής Συμπαράστασης. Υπήρξε Μέλος Διοικητικού συμβουλίου της Ένωσης Παλαιών Προσκόπων Νέου Φαλήρου και διετέλεσε Γενικός Γραμματέας και υπαρχηγός δράσεων αυτής. Έχει τιμηθεί με το Χαλκούν Μετάλλιο Ερυθρού Σταυρού, το Μετάλλιο Παλαιού Προσκόπου και το Μετάλλιο Αθανασίου Λευκαδίτη.