Εφημερίδα Κοινωνική

Από τη ντόπια ενδυμασία στα φράγκικα τα ρούχα – Γράφει ο Στέφανος Μίλεσης

 Breaking News

Από τη ντόπια ενδυμασία στα φράγκικα τα ρούχα – Γράφει ο Στέφανος Μίλεσης
14 Ιανουαρίου 2021

banner_milesis

 

 

 

 

 

 

 

 

«Από πέτρα και θάλασσα Οδοιπορικό στην ιστορία του Πειραιά» κάθε Πέμπτη στην εφημερίδα Κοινωνική
Γράφει ο Στέφανος Μίλεσης*

 

Ο Δήμος Πειραιά που προέκυψε τον Δεκέμβριο του 1835 έμοιαζε περισσότερο με «χωρίον». Αγωνιζόταν να εμφανιστεί ξανά από τη λήθη της ιστορίας. Καθημερινά σημειώνονταν ομαδικές μετακινήσεις ανθρώπων από διαφορετικές επαρχίες της Ελλάδας, που συνοδεύονταν από στερήσεις και κακουχίες. Την ίδια εποχή τα σώματα των ξένων πληρωμάτων και των στρατιωτών που περιφέρονταν άνευ λόγου στον Πειραιά ήταν πολλά και προκαλούσαν εκνευρισμό στους Έλληνες καθώς ευρισκόμενοι μέσα στις στερήσεις και στην φτώχεια, φορτωμένοι με το άγχος της επόμενης ημέρας αναζητούσαν τρόπο να ξεσπάσουν. Στο «χωρίον» του Πειραιά όσοι δεν έφεραν τις ενδυμασίες των τόπων προέλευσής τους, είτε έφεραν κάποια φανταχτερή ευρωπαϊκή στολή είτε τα λεγόμενα φράγκικα ρούχα που όταν οι κάτοικοι τα έβλεπαν να τα φορά Έλληνας έκαναν φιλοφρονήσεις. Πλησίαζαν μεν να τα δουν από κοντά γεμάτοι περιέργεια, αλλά κορόιδευαν δε όσους τα φορούσαν.

Η Υδραίικη συνοικία του Πειραιά είχε τα πρωτεία στην κοροϊδία, καθώς την ίδια εποχή στην Ύδρα το να αποτολμήσει ξένος ντυμένος φράγκικα να περπατήσει ήταν επικίνδυνο! Τα παιδιά του νησιού αθέατα πίσω από ταράτσες και μάνδρες του έριχναν βροχή τις πέτρες. Αυτή η συνήθεια είχε περάσει και στην υδραίικη συνοικία του Πειραιά που ήταν και η τελευταία που αποφάσισε να φορέσει φράγκικα ρούχα. Αντίθετα στη συνοικία των Χίων τα φράγκικα ρούχα ήταν αποδεκτά, δεν γιουχάρονταν όσοι τα φορούσαν, καθώς πολλοί Χίοι καθώς ήταν μεγαλέμποροι ή εφοπλιστές, είχαν μάθει να βλέπουν στην Αγγλία και αλλού τη φράγκικη φορεσιά. Γενικά η καθιέρωση εντός τύπου ενδυμασίας είχε την περιπέτειά της και δεν ήταν ομαλή η μετάβαση. Οι Έλληνες την εποχή που ο Πειραιάς γινόταν Δήμος, το 1835, ενοχλούνταν από την βαυαροκρατία στην Ελλάδα και φορούσαν με περηφάνια τα ρούχα καταγωγής τους. Και αυτό όχι τυχαίως καθώς οι Βαυαροί προτιμούνταν σε όλες τις θέσεις, ενώ οι Έλληνες πρώην αγωνιστές παραγκωνίζονταν και ζούσαν στο περιθώριο. Τις ξένες προστάτιδες δυνάμεις της Ελλάδος δηλαδή την Αγγλία, Γαλλία και Ρωσία το μόνο που τις ενδιέφερε ήταν να μην πάρει η μια το πλεονέκτημα έναντι της άλλης. Καθώς τότε φαινόταν ότι η Γαλλία είχε το πλεονέκτημα, θεωρούσαν απαραίτητο να αντικατασταθεί ο γαλλικός στρατός του Μαιζώνος με μια άλλη τρίτη δύναμη που τότε θεωρούσαν ουδέτερη και αυτή ήταν η βαυαρική.

Αποτέλεσμα αυτής της αντίληψης ήταν 3,5 χιλιάδες Βαυαροί στρατιώτες να ακολουθήσουν τον Όθωνα στην κάθοδό του στην Ελλάδα με αποστολή να αντικαταστήσουν τα γαλλικά που αποχωρούσαν. Και ενώ τα γαλλικά στρατεύματα συντηρούνταν στην Ελλάδα με πόρους της γαλλικής κυβερνήσεως, τα βαυαρικά αντίθετα συντηρούνταν με χρήματα του ίδιου του ελληνικού λαού. Έτσι η συμπάθεια που είχε αναπτυχθεί στην Ελλάδα για το κίνημα φιλελληνισμού της Ευρώπης, σύντομα μεταστράφηκε σε αντιπάθεια για οτιδήποτε ευρωπαϊκό πολύ περισσότερο για τις παράξενες ενδυμασίες τους. Οι Βαυαροί που είδαν τη μεταστροφή αυτή προσπάθησαν να αντιδράσουν. Δημιούργησαν δέκα τάγματα τακτικού στρατού Ακροβολιστών, όπως τα αποκαλούσαν, με σκοπό να τα στελεχώσουν με Έλληνες αγωνιστές και να μετριάσουν την αντιπάθεια που είχε αναπτυχθεί. Όμως οι Έλληνες αγωνιστές δεν κατατάσσονταν εύκολα καθώς οι μισθοί που τους πρόσφεραν όπως και οι βαθμοί που τους έδιναν ήταν απαξιωτικοί. Στους Στρατηγούς της επανάστασης τους πρόσφεραν το βαθμό του Λοχαγού, την ίδια στιγμή που Βαυαρούς ξυλουργούς τους βάπτιζαν Στρατηγούς! Αυτήν την κατάσταση βρήκε ο Λουδοβίκος της Βαυαρίας όταν επισκέφθηκε την Ελλάδα ταξιδεύοντας από την Αγκώνα της Ιταλίας στον Πειραιά στις 25 Νοεμβρίου 1835.

Το πλοίο με το οποίο έφτασε ο Λουδοβίκος στην Ελλάδα ήταν το αγγλικό Μήδεια ένα πολεμικό πλοίο που τέθηκε στην διάθεσή του με κυβερνήτη τον πλοίαρχο Οράτιο Όστιν καθ’ όλη την διάρκεια της εν Ελλάδι παραμονής του. Οι Άγγλοι είχαν καταβάλει κάθε προσπάθεια να μείνει ευχαριστημένος ο Βαυαρός πατέρας του Όθωνα ο Λουδοβίκος καθώς οι ίδιοι είχαν συναινέσει ο βασιλιάς της Ελλάδας να είναι Βαυαρός προκειμένου να αποτρέψουν ορθόδοξο βασιλιά που ήθελαν οι Έλληνες δηλαδή Ρώσο. Ο Λουδοβίκος έφτασε με το Μήδεια στον Πειραιά τις πρώτες ημέρες του Δεκεμβρίου του 1835 που προετοιμαζόταν να συσταθεί ο Δήμος Πειραιώς. Ο Λουδοβίκος αφού έμεινε για λίγο καιρό στην Αθήνα αναχώρησε από τον Πειραιά με το Μήδεια για τις Κυκλάδες. Στο ταξίδι αυτό θα συνοδευόταν από ένα αγγλικό πολεμικό πλοίο ακόμα το Πόρτλαντ το οποίο είχε τεθεί στην διάθεση του Όθωνα εκ μέρους της αγγλικής κυβέρνησης και βρισκόταν ήδη στο λιμάνι του Πειραιά.

Ο Λουδοβίκος κατά την διάρκεια της επισκέψεώς του στην Ελλάδα, ένιωσε, θα λέγαμε, την αντιπάθεια του λαού και όταν επέστρεψε θέλησε να φέρει τον γιο του Όθωνα πιο κοντά στο λαό συμβουλεύοντάς τον να φορά την εθνική ενδυμασία των Ελλήνων. Μάλιστα υπάρχει και σχετική αναφορά για αυτό. Διότι έτυχε ο Λουδοβίκος να θεμελιώσει το κτήριο των Ανακτόρων (της σημερινής δηλαδή βουλής) καθώς συνέπεσε η επίσκεψή του με την ευκαιρία της τρίτης επετείου αφίξεως του γιου του στην Ελλάδα.  Με την ευκαιρία της θεμελίωσης πραγματοποιήθηκε δεξίωση στην οποία ο Λουδοβίκος ήρθε σε επαφή με αγωνιστές της επανάστασης όπου και εκδήλωσε δημόσια την προτίμησή του στο εθνικό ένδυμα. Την προτίμησή του αυτή ο Λουδοβίκος την πέρασε ως επιθυμία στον γιο του Όθωνα που τον άκουγε πιστά και ακολουθούσε σχεδόν άβουλα κάθε σύστασή του. Στα πλαίσια αυτά ο Όθωνας αναζήτησε τον καλύτερο ράπτη που θα αναλάμβανε την κατασκευή της βασιλικής εθνικής ενδυμασίας που για πρώτη φορά θα έφερε ο ίδιος. Του σύστησαν πως ο καλύτερος ράπτης ήταν στο Ναύπλιο, καθώς μόνο εκείνος μπορούσε να πετύχει την τέλεια κατεργασία των χρυσών και αργυρών ποικιλμάτων της Εθνικής ενδυμασίας.

Συνεπώς υπήρχε ανάγκη ο ράπτης αυτός να έχει τακτική επικοινωνία με τον Όθωνα και να επιστρέφει στο Ναύπλιο όπου διατηρούσε το εργαστήριό του. Αποφασίστηκε η αγγλική Φρεγάτα «Μήδεια» να αναλάβει αυτό το έργο της μεταφοράς του ράπτη σε μια γραμμή επικοινωνίας αρκετά συχνή, Πειραιά – Ναύπλιο και αντιστρόφως. Στο μεταξύ το «Μήδεια» που βρισκότανε στον Πειραιά ήταν ευκόλως αντιληπτό όταν κάθε τόσο έβαζε ξαφνικά μπροστά τις ατμομηχανές του, γεγονός που δεν μπορούσε να μείνει απαρατήρητο από τους λιγοστούς τότε κατοίκους του Πειραιά αφού κάθε κίνηση μη εμπορικού πλοίου, πάντα προκαλούσε ανησυχία στον κόσμο, καθώς ο τουρκικός κίνδυνος ήταν υπαρκτός για το μικρό και ανίσχυρο βασίλειο. Φήμες διαδίδονταν που μιλούσαν για απόβαση τουρκικών στρατευμάτων κάπου στην Πελοπόννησο ή για πολιτικές ταραχές διαφόρων παρατάξεων (φατριών) που τα ονόματά τους διαρκώς απασχολούσαν, καθώς ήθελαν να συμμετέχουν ενεργά στην διακυβέρνηση της χώρας. Το «Μήδεια» έφερε στον Πειραιά ένα διάσημο στην εποχή του ράπτη από το Ναύπλιο, τον Σταύρο Κρεμμύδα! Ο ράπτης Κρεμμύδας ήταν διάσημος από την εποχή της Τουρκοκρατίας ακόμα, για την υψηλή τεχνική του και την ικανότητά του να στολίζει με κεντίδια από χρυσή και ασημένια κλωστή την εθνική ενδυμασία.

Αργότερα έγινε γνωστό, πως εκείνος που είχε προτείνει στον Όθωνα ως καλύτερο ράπτη τον Κρεμμύδα, ήταν ο Δήμαρχος του Ναυπλίου Σπυρίδων Παπαλεξόπουλος. Ο Κρεμμύδας που από τον Πειραιά ανέβαινε με βασιλική άμαξα στα προσωρινά ανάκτορα της Αθήνας κατάφερε πραγματικά να ντύσει τον Όθωνα με μια εθνική ενδυμασία που χαρακτηρίστηκε θαύμα κομψότητας. Έκτοτε η ενδυμασία αυτή χαρακτήρισε τον Όθωνα ενώ την έφερε και μετά στην μόνιμη εξορία του. Τ

έλος με αυτήν τάφηκε στις κρύπτες των ηγεμόνων της Βαυαρίας.  Ο Λουδοβίκος παρέμεινε συνολικά στην Ελλάδα τέσσερις μήνες και αναχώρησε στις 27 Μαρτίου του 1836 πίσω για την πατρίδα του. Καταγράφηκε λοιπόν εκείνη την εποχή μια παραδοξότητα από εκείνες που αρέσκεται να δημιουργεί η ιστορία. Η άρχουσα τάξη των Ελλήνων επιθυμώντας να τραβήξει η Ελλάδα τον δρόμο της Ευρώπης άρχισε να φέρει τα φράγκικα ρούχα, την ίδια στιγμή που ο Βασιλιάς της Ελλάδας Όθωνας αγωνιζόταν να καθιερωθεί στα μάτια τους ως «ντόπιος» φέροντας μαζί με τη σύζυγό του Αμαλία την εθνική μας ενδυμασία. Έτσι παραδόξως μέχρι σήμερα λανσάρουμε στους ξένους επισκέπτες στα τουριστικά μαγαζιά κουκλίτσες με φουστανέλες και κυρίες με την ονομασία «Όθωνας» και «Αμαλία» λες και δεν ήταν η δική μας ντόπια φορεσιά, του ράφτη Κρεμμύδα, αλλά και αποδεχόμενοι το γεγονός ότι τελικώς οι «ξένοι» την καθιέρωσαν ως εθνική, τη στιγμή που είχαμε αρχίσει να υιοθετούμε την ξένη φορεσιά ως δική μας!

Φυσικά αυτό δεν συνέβη μόνο στα ρούχα, αλλά και σε πολλά άλλα στοιχεία του βίου μας όπως για παράδειγμα το «παραδοσιακό» κλαρίνο το οποίο ως γνωστό εισήγαγαν οι Βαυαροί στην Ελλάδα μέσω των πρώτων φιλαρμονικών κι όμως εμείς σήμερα πιστεύουμε ότι το κλαρίνο είναι το αθάνατο ελληνικό όργανο της παραδοσιακής μας μουσικής και μάλιστα του τσάμικου! Αυτά και άλλα πολλά ευτράπελα συνέβαιναν και συμβαίνουν σε έναν λαό που έχει μαύρα μεσάνυχτα για την ιστορία της γειτονιάς του, τους τόπου του, της πατρίδας του αλλά πιστεύει ότι γνωρίζει τα πάντα! Στον Πειραιά πάντως τον Δεκέμβριο του 1851 μια πλατεία έλαβε το όνομα του πατέρα του Όθωνα και ονομάστηκε πλατεία Λουδοβίκου που είναι φυσικά η σημερινή πλατεία Οδησσού δίπλα στον Ηλεκτρικό σταθμό Πειραιώς. Για φωτογραφία του άρθρου επέλεξα λεπτομέρεια από τη γνωστή γκραβούρα που απεικονίζει το καφενείο του Γιαννακού Τζελέπη το 1857 όπου φαίνονται τρεις Έλληνες στα αριστερά να συνομιλούν φέροντας οι δύο την εθνική μας ενδυμασία και ο τρίτος τη φραγκική.

 

 

 

* Ο Στέφανος Μίλεσης γεννήθηκε το 1964 στη Φρεαττύδα, στον Πειραιά όπου κατοικεί μέχρι και σήμερα. Είναι συγγραφέας, ιστορικός ερευνητής και ραδιοφωνικός παραγωγός. Το 2009 δημιούργησε το ιστολόγιο «Πειραιόραμα Ιστορίας και Πολιτισμού», με αποκλειστικό σκοπό την προβολή της ιστορίας του Πειραιά. Ραδιοφωνικός παραγωγός στην Δημοτική Ραδιοφωνία Πειραιά «Κανάλι Ένα» (90,4) και στον σταθμό «Πειραϊκή Εκκλησία» (91,2).

Έχει δώσει πλήθος ομιλιών και διαλέξεων με θέματα από την ναυτική και την τοπική ιστορία, σε σχολεία δημοτικά, γυμνάσια και λύκεια, σε πολιτιστικούς συλλόγους και σε πνευματικά ιδρύματα. Διετέλεσε διδάσκων εισηγητής στο πρόγραμμα «Ενορία Εν Δράσει» της Ιεράς Μητροπόλεως Πειραιώς και είναι εισηγητής στο εκπαιδευτικό πρόγραμμα του Ιδρύματος Λασκαρίδη, με τίτλο «Το μεγάλο λιμάνι σταυροδρόμι των εξελίξεων στην ελληνική ιστορία» που απευθύνεται σε μαθητές δημοτικών σχολείων και γυμνασίων.

Το 2014 εκλέχθηκε Γενικός Γραμματέας της Φιλολογικής Στέγης Πειραιώς και από το 2016 είναι Πρόεδρος αυτής. Είναι μέλος της Εθνικής Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών, του Πειραϊκού Συνδέσμου, του Ναυτικού Μουσείου Ελλάδος και της Ένωσης Παλαιών Προσκόπων Νέου Φαλήρου.

Έχει ξεπεράσει τις 160 διαλέξεις σε πνευματικά και πολιτιστικά κέντρα του Πειραιά.

Πάνω από 800 άρθρα πειραϊκής και ναυτικής ιστορίας έχουν δημοσιευθεί σε εφημερίδες και περιοδικά και έχουν αναρτηθεί στο διαδίκτυο από διάφορες ιστοσελίδες. Έχει τιμηθεί από πολλούς συλλόγους στον Πειραιά και έχει μετάσχει ως εξωτερικός συνεργάτης σε τηλεοπτικές παραγωγές. Προσέφερε από διάφορες θέσεις τις υπηρεσίες του ως μέλος, γραμματέας και Πρόεδρος Επιτροπών Κοινωνικής Συμπαράστασης. Υπήρξε Μέλος Διοικητικού συμβουλίου της Ένωσης Παλαιών Προσκόπων Νέου Φαλήρου και διετέλεσε Γενικός Γραμματέας και υπαρχηγός δράσεων αυτής. Έχει τιμηθεί με το Χαλκούν Μετάλλιο Ερυθρού Σταυρού, το Μετάλλιο Παλαιού Προσκόπου και το Μετάλλιο Αθανασίου Λευκαδίτη.


 



Σχετικά άρθρα

Τελευταια

Εφημερεύοντα Φαρμακεία ΑΤΤΙΚΗΣ