
«Από πέτρα και θάλασσα Οδοιπορικό στην ιστορία του Πειραιά» κάθε Πέμπτη στην εφημερίδα Κοινωνική
Γράφει ο Στέφανος Μίλεσης*
Τα αχθοφορικά, τα μεσιτικά και τα βαρκαδιάτικα του πειραϊκού λιμένα
Ένα ταξίδι από το λιμάνι του Πειραιά προς κάθε νησιωτικό ή στεριανό προορισμό ή και αντιστρόφως στα τέλη του 19ου αιώνα στις αρχές του 20ου, αποτελούσε από μόνο του μια πραγματική Οδύσσεια και μια απόδειξη αντοχής, της άριστης φυσικής κατάστασης αλλά και της διατήρησης της ψυχικής υγείας του ίδιου του ταξιδιώτη. Αναφερόμαστε σε μια εποχή κατά την οποία οι περισσότεροι χερσαίοι προορισμοί εκτελούνταν ακόμα με πλοία, καθώς οι δρόμοι ήταν κακοτράχαλοι, το οδικό δίκτυο ανύπαρκτο, ενώ οι σιδηροδρομικές μεταφορές ήταν υποτυπώδεις. Κάτω από αυτές τις συνθήκες το μόνο μέσο που απέμενε για τη μεταφορά στο Βόλο, στην Πάτρα ή για παράδειγμα στην Κόρινθο ήταν ο καράβι. Η όλη η ταλαιπωρία του ταξιδιού, δεν ήταν μόνο στο ίδιο το ταξίδι, αλλά και στην προσπάθεια επιβίβασης στο πλοίο ή αποβίβασης από αυτό στην περίπτωση της επιστροφής. Ας ξεκινήσουμε όμως πρώτα από την επιβίβαση στα πλοία ,όπου ο υποψήφιος ταξιδιώτης έπρεπε αρχικά να βρει τρόπο να φτάσει στο σταθμό του Θησείου (τα πρώτα χρόνια) ή της Ομονοίας (στα επόμενα) για να επιβιβαστεί στο σιδηρόδρομο Αθηνών – Πειραιώς και να κατευθυνθεί προς το λιμάνι του Πειραιά. Εκεί βρισκόταν αντιμέτωπος με ένα πραγματικό χάος. Διότι το γεγονός να μην πλευρίζει το πλοίο, ίσως σήμερα να μη λέει τίποτε στον αναγνώστη, καθώς είναι δύσκολο να αντιληφθεί το μέγεθος της ταλαιπωρίας που οι επιβάτες ήταν αναγκασμένοι να υποστούν. Όμως δεν ήταν μόνο η ταλαιπωρία που δημιουργούσε το χάος του λιμανιού αλλά η περίφημη «λοβιτούρα» (ως τέτοια την περιέγραφαν τότε) που λειτουργούσε πίσω από το πρόβλημα της προσέγγισης με σκάλες στα πλοία που απείχαν από τις προβλήτες τόσο, ώστε να καθίσταται αναγκαία η μεταφορά με βάρκες. Ας πάρουμε τα πράγματα όμως από την αρχή καθώς πριν ακόμα και από την επιβίβαση στις βάρκες, προηγείτο η έρευνα στις αποσκευές, καθώς εφαρμόζονταν τα περίφημα «Διαπύλια Τέλη». Επρόκειτο για έναν φόρο που αποτελούσε το κυριότερο έσοδο των Δήμων της χώρας και αφορούσε συγκεκριμένα προϊόντα που μπορούσε να αγοράσει κάποιος στα όρια ενός Δήμου αλλά όφειλε να καταναλώσει ή να χρησιμοποιήσει εντός αυτών. Στην περίπτωση εξαγωγής τους, που ήταν συνηθισμένη καθώς η λίστα περιελάβανε μεγάλο αριθμό προϊόντων, επιβαλλόταν ένα μικρό τέλος. Αυτό το μικρό όμως τέλος, αποτελούσε ένα τεράστιο έσοδο των Δήμων. Έτσι γινόταν ενδελεχής έρευνα είτε από τελωνοφύλακες μέσα στο λιμάνι, είτε από υπαλλήλους του Δήμου εντός του σιδηροδρομικού σταθμού. Μόλις λοιπόν ο υποψήφιος επιβάτης έφτανε σαστισμένος στον σιδηροδρομικό σταθμό στον Πειραιά, ως πρώτη προϋπόθεση του ταξιδιού του ήταν να υποστεί έρευνα των αποσκευών του, είτε επί τόπου μέσα στον σταθμό, είτε αμέσως μετά στις αποβάθρες του λιμανιού. Σημαντική στιγμή του ταξιδιού ήταν η απόφαση επιλογής πλοίου.
Τα περισσότερα δρομολόγια των ταχυδρομικών πλοίων έπιαναν μεγάλο αριθμό λιμανιών για να εξυπηρετήσουν όσες περισσότερες γεωγραφικές περιοχές μπορούσαν όχι μόνο του νησιωτικού χώρου αλλά και του ηπειρωτικού. Προορισμοί που σήμερα εκτελούνται με αυτοκίνητο τότε διεκπεραιώνονταν με πλοίο. Τα καράβια τότε ήταν τελείως διαφορετικά μεταξύ τους. Διέφεραν σημαντικά στην ταχύτητα, στις τιμές των εισιτηρίων, στην ενδιαίτηση εντός του πλοίου, στα ενδιάμεσα λιμάνια που έπιαναν και σε τόσα άλλα που καθιστούσαν την απόφαση επιλογής σημαντική. Σχεδόν όλοι οι κύριοι ηπειρωτικοί προορισμοί όπως για παράδειγμα η Χαλκίδα ή ο Βόλος, αποτελούσαν ενδιάμεσους σταθμούς επιβίβασης / αποβίβασης περισσότερων του ενός πλοίων. Ο ανταγωνισμός μεταξύ τους ήταν μεγάλος και ξεκινούσε από το σιδηροδρομικό σταθμό του Πειραιά με τους γνωστούς «κράχτες» που τα καράβια μίσθωναν για να τους φέρουν επιβάτες.
Οι κράχτες που πληρώνονταν με το «κεφάλι» (λάμβαναν τα γνωστά «μεσιτικά»), ήταν ειδικοί στην παραπληροφόρηση! Έλεγαν ψέματα για τα άλλα πλοία προς το δυσμενέστερο, ψέματα για τα πλοία που αντιπροσώπευαν προς το ευμενέστερο, έλεγαν ψέματα γενικώς κατά όπως τους συνέφερε. Οι υποψήφιοι επιβάτες αποτελούσαν εν δυνάμει υποψήφια θύματα και μάλιστα πρώτης τάξεως! Αλλά ακόμα κι αν ο υποψήφιος επιβάτης κατάφερνε να επιλέξει σε ποιο από τα πλοία θα επιβιβαζόταν, μεσολαβούσε ο γνωστός και μη εξαιρετέος στο λιμάνι αχθοφόρος. Ήταν ο υπάλληλος του λιμανιού ο οποίος άρπαζε υποχρεωτικά τη βαλίτσα από το χέρι του ταξιδιού για να του ελαφρύνει όχι τα χέρια, αλλά την τσέπη. Διότι το δεκάδραχμο, για τα αχθοφορικά δικαιώματα, ήταν υποχρεωτικό ακόμα κι αν στο χέρι κρατούσες μια ομπρέλα! Πολλοί από τους αχθοφόρους είχαν κι αυτοί μετατραπεί σε κράχτες καραβιών. Άρπαζαν τη βαλίτσα και μόλις μάθαιναν τον προορισμό του επιβάτη άρχιζαν να τρέχουν όχι προς την επιθυμητή κατεύθυνση, αλλά προς εκείνη που ο ίδιος ήθελε να επιβιβάσει τον υποψήφιο επιβάτη. Ο αχθοφόρος παρά την όποια επιλογή του ταξιδιώτη, προσπαθούσε να τον πείσει για κάτι διαφορετικό, παρουσιάζοντάς του ανύπαρκτα μειονεκτήματα για το πλοίο που επέλεξε ή εξίσου ανύπαρκτα πλεονεκτήματα για το πλοίο που ο ίδιος πρότεινε, καθώς εάν τον έπειθε, θα λάμβανε τα «μεσιτικά» από εκείνον που το πρακτόρευε, τα οποία όμως θα έχανε ο κράχτης! Ήταν γεγονός ότι τα βαπόρια που πρότειναν είτε οι κράχτες είτε οι αχθοφόροι ήταν τα χειρότερα, για αυτό άλλωστε και οι πράκτορές τους κατέβαλαν τα «μεσιτικά». Εάν ο ταξιδιώτης ωστόσο κατάφερνε να μείνει ακλόνητος στην απόφασή του και να συνεχίσει σταθερά προς τον προορισμό του, θα έπρεπε να περάσει έναν ακόμα σκόπελο, χειρότερο του προηγούμενου, που ήταν ο βαρκάρης. Όπως ο αχθοφόρος προσπαθούσε να μεταπείσει τον επιβάτη στη στεριά, όμοια και ο βαρκάρης στη θάλασσα.
Φυσικά αποστολή του βαρκάρη ήταν η μεταφορά του ταξιδιώτη από την άκρη της προβλήτας έως το πλοίο, που συνήθως έστεκε πρυμνοδετημένο λίγα μέτρα πιο κάτω μέσα στο λιμάνι. Μερικά παραπάνω μέτρα ήταν αρκετά για να μη φτάνει η σκάλα. Οι βαρκάρηδες ωστόσο δεν περίμεναν μέσα στις βάρκες τους επιβάτες, αλλά στην άκρη της προβλήτας. Μόλις πλησίαζε ο αχθοφόρος έτρεχαν να αρπάξουν τη βαλίτσα από το χέρι του, να την πετάξουν μέσα στη βάρκα, ώστε να ακολουθήσει υποχρεωτικά και ο επιβάτης τη μοίρα της βαλίτσας. Οι αχθοφόροι έκαναν συνεργασίες «κολεγιές» με τους βαρκάρηδες για συγκεκριμένα πλοία. Έτσι λοιπόν καθημερινά μέσα στο λιμάνι του Πειραιά διεξαγόταν ένας πόλεμος με πολλά μέτωπα. Οι κράχτες, οι αχθοφόροι και οι βαρκάρηδες που ανταγωνίζονταν μεταξύ τους αποτελούσαν το ένα μέτωπο, ενώ το άλλο το αποτελούσαν οι επιβάτες που δικαιολογημένα τις περισσότερες φορές δεν μπορούσαν να ανεχθούν την κατάσταση. Συνέβαινε μάλιστα, εάν ο επιβάτης είχε πολλές βαλίτσες, μια να αρπαχθεί από έναν λεμβούχο και η δεύτερη από κάποιον άλλον!
Έτσι είχε συμβεί η μια βαλίτσα να τραβούσε προς ένα πλοίο, η δεύτερη σε άλλο και ο ίδιος ο επιβάτης με μια τρίτη βάρκα να κινείται προς το πλοίο προς άλλη κατεύθυνση. Βεβαίως και στην άφιξη των πλοίων στο λιμάνι του Πειραιά συνέβαιναν ακριβώς τα ίδια αλλά με αντίστροφη σειρά. Μπορεί να μη μεσολαβούσαν οι κράχτες, μεσολαβούσαν όμως οι βαρκάρηδες, οι αχθοφόροι και οι έλεγχοι για τα διαπύλια τέλη. Μέσα από όλη αυτή τη διαδικασία οι παρεξηγήσεις όπως κανείς θα περίμενε έδιναν και έπαιρναν. Δεν ήταν λίγο πράγμα να σου επιτεθεί κάποιος στα ξαφνικά και να βάζει χέρι στις αποσκευές σου ή να στις αρπάζει με το έτσι θέλω, τραβώντας μόνος του προς μια κατεύθυνση. Μετά από καυγάδες με αγριοφωνάρες και απειλές, προς όλες τις κατευθύνσεις, οι παρεξηγήσεις λύνονταν συνήθως με ένα συγνώμη, με ένα «παρντόν» όπως συνήθιζαν να λένε τότε ή έστω «με το συμπάθιο» σα να μην είχε συμβεί το παραμικρό. Και λέω συνήθως, διότι υπήρξαν περιπτώσεις παρεξηγήσεων που έφτασαν μέχρι και την επέμβαση του ιππικού, των πεζοπόρων τμημάτων του στρατού και της Χωροφυλακής ταυτόχρονα! Γνωστή είναι η ιστορία τον Φεβρουάριο του 1906, με τη διαφωνία ενός Κρητικού επιβάτη με έναν Μανιάτη αχθοφόρο που κατέληξε τελικών σε αιματοχυσία Κρητών και Μανιατών μέσα στον Πειραιά. Για αυτό το περιστατικό γράφτηκαν πολλά, τα περισσότερα από τα οποία απλά δεν ισχύουν! Γράφτηκε δηλαδή ότι υπήρχε πόλεμος ελέγχου του λιμανιού του Πειραιά ανάμεσα στις δύο κοινότητες που ζούσαν στους δύο αντίθετους λόφους του Πειραιά. Στον λόφο του Προφήτη Ηλία και στον λόφο του Βώκου. Όμως αν διαβάσει προσεχτικά κάποιος τα γεγονότα όπως εξελίχθηκαν θα δει ότι όλα ξεκίνησαν από την ανεξέλεγκτη κατάσταση που περιέγραψα στο λιμάνι του Πειραιά.
Συγκεκριμένα τον Φεβρουάριο του 1906 το ιταλικό ατμόπλοιο «Φλόριο» κατέπλευσε από τα Χανιά στον Πειραιά. Ανάμεσα στους επιβάτες του συμπεριλαμβάνονταν και δεκαπέντε Κρητικοί του οπλαρχηγού της κρητικής επανάστασης του Καπετάν Βάρδα. Οι αχθοφόροι τους ανέμεναν στην προβλήτα για να μεταφέρουν τα πράγματά τους για τον καθιερωμένο έλεγχο. Από αυτούς, δύο είχαν ξεμείνει πιο πίσω, προχωρώντας αργά έχοντας κάνει το λάθος να μεταφέρουν οι ίδιοι στα χέρια τις βαλίτσες τους από άγνοια και μόνο περί των αχθοφορικών δικαιωμάτων. Τότε ένας Μανιάτης αχθοφόρος τους σταμάτησε και μάλλον ανάγωγα έκανε να αρπάξει τις βαλίτσες από τα χέρια τους για να τις μεταφέρει. Έλα όμως που οι κρητικοί δεν κατανοούσαν από βαρκαδιάτικα, αχθοφορικά και τους παράξενους αυτούς λιμανίσιους κανονισμούς; «Μα αφού βλέπεις ότι τα κρατούμε μόνοι μας. Τι μας φορτώνεσαι;» του είπαν. Μα ο αχθοφόρος επέμενε. Και κουβέντα στη κουβέντα, ο λόγος έφτασε να γίνει τραχύς. «Εσείς οι Κρητικοί δεν θα γίνετε άνθρωποι» σχολίασε ο Μανιάτης αχθοφόρος. «Όχι εσείς οι Μανιάτες» απάντησαν οι Κρητικοί. Γρήγορα η λογομαχία εξελίχθηκε σε συμπλοκή. Κατέφτασαν ενισχύσεις και από τα δύο μέρη κι έτσι κατέληξε μια διένεξη μεταξύ Κρητικών επιβατών και Μανιατών αχθοφόρων να μετατραπεί σε εμφύλια σύρραξη.
Τα μαχαίρια βγήκαν από τα θηκάρια, οι «κολεγιές» του λιμανιού μπήκαν μπροστά, οι βαρκάρηδες στάθηκαν στο πλευρό των αχθοφόρων και το αίμα άρχισε να ρέει, στην ουσία άνευ σοβαρής αιτίας παρά μόνο για μια βαλίτσα! Δεκάδες άλλοι ήταν οι τραυματίες σε όλο τον Πειραιά και ζημιές πολλών εκατομμυρίων δραχμών. Η σύγκρουση Κρητικών – Μανιατών είχε προκληθεί από μια παρεξήγηση, που σαφώς είχε να κάνει με τη χαοτική διαδικασία που απαιτούσε η επιβίβαση ή αποβίβαση ταξιδιωτών στα πλοία του λιμανιού του Πειραιά. Τα βαρκαδιάτικα, τα αχθοφορικά, οι κολεγιές, οι αγκαζαρισμένοι αχθοφόροι και βαρκάρηδες, τα διαπύλια τέλη και ο υποχρεωτικός έλεγχος των αποσκευών, δημιούργησαν μια κατάσταση που έφτασε να παρουσιαστεί από τον τύπο της εποχής ως εμφύλιος πόλεμος, φυλετική έριδα και «ένοπλος στάσις». Της περίστασης προσπάθησαν να επωφεληθούν οι Κεφαλλήνες οι οποίοι στο μεταξύ πρότειναν να αναλάβουν τα αχθοφορικά δικαιώματα στη θέση των Λακώνων! Δυστυχώς το καθεστώς λειτουργίας του λιμανιού στα τέλη του 19ου αιώνα και στις αρχές του 20ου, επέτρεπε το στήσιμο «λοβιτούρας» και άλλων «ευγενών» τάξεων για τις οποίες θα αναφερθούμε σε επόμενα άρθρα.
* Ο Στέφανος Μίλεσης γεννήθηκε το 1964 στη Φρεαττύδα, στον Πειραιά όπου κατοικεί μέχρι και σήμερα. Είναι συγγραφέας, ιστορικός ερευνητής και ραδιοφωνικός παραγωγός. Το 2009 δημιούργησε το ιστολόγιο «Πειραιόραμα Ιστορίας και Πολιτισμού», με αποκλειστικό σκοπό την προβολή της ιστορίας του Πειραιά. Ραδιοφωνικός παραγωγός στην Δημοτική Ραδιοφωνία Πειραιά «Κανάλι Ένα» (90,4) και στον σταθμό «Πειραϊκή Εκκλησία» (91,2).
Έχει δώσει πλήθος ομιλιών και διαλέξεων με θέματα από την ναυτική και την τοπική ιστορία, σε σχολεία δημοτικά, γυμνάσια και λύκεια, σε πολιτιστικούς συλλόγους και σε πνευματικά ιδρύματα. Διετέλεσε διδάσκων εισηγητής στο πρόγραμμα «Ενορία Εν Δράσει» της Ιεράς Μητροπόλεως Πειραιώς και είναι εισηγητής στο εκπαιδευτικό πρόγραμμα του Ιδρύματος Λασκαρίδη, με τίτλο «Το μεγάλο λιμάνι σταυροδρόμι των εξελίξεων στην ελληνική ιστορία» που απευθύνεται σε μαθητές δημοτικών σχολείων και γυμνασίων.
Το 2014 εκλέχθηκε Γενικός Γραμματέας της Φιλολογικής Στέγης Πειραιώς και από το 2016 είναι Πρόεδρος αυτής. Είναι μέλος της Εθνικής Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών, του Πειραϊκού Συνδέσμου, του Ναυτικού Μουσείου Ελλάδος και της Ένωσης Παλαιών Προσκόπων Νέου Φαλήρου.
Έχει ξεπεράσει τις 160 διαλέξεις σε πνευματικά και πολιτιστικά κέντρα του Πειραιά.
Πάνω από 800 άρθρα πειραϊκής και ναυτικής ιστορίας έχουν δημοσιευθεί σε εφημερίδες και περιοδικά και έχουν αναρτηθεί στο διαδίκτυο από διάφορες ιστοσελίδες. Έχει τιμηθεί από πολλούς συλλόγους στον Πειραιά και έχει μετάσχει ως εξωτερικός συνεργάτης σε τηλεοπτικές παραγωγές. Προσέφερε από διάφορες θέσεις τις υπηρεσίες του ως μέλος, γραμματέας και Πρόεδρος Επιτροπών Κοινωνικής Συμπαράστασης. Υπήρξε Μέλος Διοικητικού συμβουλίου της Ένωσης Παλαιών Προσκόπων Νέου Φαλήρου και διετέλεσε Γενικός Γραμματέας και υπαρχηγός δράσεων αυτής. Έχει τιμηθεί με το Χαλκούν Μετάλλιο Ερυθρού Σταυρού, το Μετάλλιο Παλαιού Προσκόπου και το Μετάλλιο Αθανασίου Λευκαδίτη.