
Η εορτή του Αγίου Νικολάου στις 6 Δεκεμβρίου, αποτελεί πάντοτε έναν προπομπό των Χριστουγέννων και της έντονης εορταστικής ατμόσφαιρας που ακολουθεί. Όμως γενικά ο Δεκέμβριος θα λέγαμε ότι ήδη από την παλαιότερη εποχή ήταν ο μήνας εκείνος που ήταν αφιερωμένος στους ναυτικούς. Δεν θα μπορούσε λοιπόν και ο Πειραιάς μια κατεξοχήν ναυτοπολιτεία να μην έχει την περίοδο αυτή την προσοχή του στραμμένη στους ναυτικούς και στον θαλασσινό Άγιο.
Και είναι πραγματικά παράδοξο πώς ο Δεκέμβριος -ένας κατεξοχήν χειμωνιάτικος μήνας-ταυτίστηκε με τους ναυτικούς.
Ήδη από τα αρχαία χρόνια, όταν ο μήνας αυτός ήταν ο έβδομος στη σειρά στο Αττικό ημερολόγιο, ονομαζόταν Ποσειδών προς τιμή φυσικά του αρχαίου θεού Ποσειδώνα που την περίοδο αυτή προκαλούσε αναταραχήστις θάλασσες με την τρίαινά του. Οι θαλασσοκράτειρα δύναμη της Αθήνας με τις τριήρεις της και με αιχμή της ναυτικής δύναμής της τον Πειραιά, που χρησιμοποιούσε το Αττικό ημερολόγιο, είχε χρονολογικά προσδιορίσει τον δικό μας Δεκέμβριο μεταξύ της 15ης Δεκεμβρίου και της 15ης Ιανουαρίου. Αυτή η απόκλιση φυσικά ελάχιστη σημασία έχει, διότι αποτελεί γεγονός αναμφισβήτητο ότι οι μεγάλες τρικυμίες και τα έντονα καιρικά φαινόμενα φτάνουν στην κορύφωσή τους όλη αυτή την περίοδο. Τον Δεκέμβριο όλα τα ελληνικά πελάγη συγκλονίζονται από σφοδρές θαλασσοταραχές. Τεράστια κύματα σκέπαζαν και σκεπάζουν τα καταστρώματα των εμπορικών πλοίων που ταξιδεύουν. Κι όσο παλαιότερα μεταφερόμαστε τόσο περισσότερες δυσκολίες περιγράφουμε καθώς τα τεχνολογικά μέσα απουσιάζουν, τα σκάφη είναι μικρότερα κατά συνέπεια ο άνθρωπος στέκεται περισσότερο ευάλωτος έναντι της φύσης. Οι παλαιοί ναυτικοί φρόντιζαν από τα Νικολοβάρβαρα και μετά να μην ταξιδεύουν.
Αν και ο όρος «Νικολοβάρβαρα» φαίνεται ότι αναφέρεται σε δύο Αγίους, τον Άγιο Νικόλαο και την Αγία Βαρβάρα, ωστόσο
περιλαμβάνει και τον Άγιο Σάββα. Τρεις απανωτές γιορτές της Αγίας Βαρβάρας, του Άγιου Σάββα και του Αγίου Νικολάου έδιναν το έναυσμα στους ναυτικούς τις παλαιότερες εποχές, να τραβήξουν τα σκάφη τους στα καρνάγια και στους ταρσανάδες των λιμανιών. Καθαρή αποκοτιά σε όποιον τολμούσε να βγει στο ανοιχτό πέλαγος. Όμως δεν είχαν όλοι οι ναυτικοί μας την δυνατότητα να μείνουν σπίτια τους την δύσκολη αυτή εποχή. Κάποιους οι καιροί τους έπιαναν στις ανοιχτές θάλασσες και τότε η σκέψη όλων στρεφόταν σε αυτούς και στις δοκιμασίες τους. Τότε τόσοι οι ίδιοι όσο και οι οικογένειές τους επικαλούνταν τη βοήθειά του. Οι ευρισκόμενοι σε κίνδυνο ναυτικοί υπόσχονταν τάματα και αναθήματα σε εκκλησίες. Λαμπάδες άναβαν στο όνομά του και ομοιώματα διασωθέντων πλοίων γέμιζαν τις εικόνες του ανά την Ελλάδα. Αναρίθμητες οι μαρτυρίες σωτηρίας και παρέμβασης από τους ναυτικούς μας.
Δεν είναι τυχαίο άλλωστε, ότι ο Άγιος Νικόλαος, ο Επίσκοπος Μύρων της Λυκίας, είναι ο πραγματικός «Άγιος Βασίλειος»
(στον οποίο αναφέρεται ο Δυτικός κόσμος ως Σάντα Νικόλαους, Σάντα Κλάους και ιδού ο Άγιος Βασίλης), που φαίνεται να
καλύπτει όλη εκείνη την δύσκολη για τις θάλασσες περίοδο. Οι ναυτικοί μας, τότε είναι που χρειάζονται την προστασία του, περισσότερο παρά ποτέ, καθώς οι θάλασσες βγάζουν «φίδια». Και ενώ οι στεριανοί αδυνατούν ή το σκέφτονται να βγουν από
τα σπίτια τους στην στεριά, από το κρύο, τη βροχή ή το χιόνι τι άραγε να συμβαίνει στη θάλασσα!Πραγματικό δώρο προς τους ανθρώπους οι θαυματουργές παρεμβάσεις του. «Άγιε Νικόλαε βοήθα, βάλε το χέρι σου…» πόσες φορές άραγε δεν καταγράφηκε στη λαογραφία μας η ευχή αυτή των απελπισμένων ναυτικών και των οικογενειών τους;
Τα παλαιότερα χρόνια υπήρχε συνήθειο στα διάφορα καφενεία του Πειραιά να συναθροίζονται άτομα ανάλογα με το επάγγελμά τους ή την καταγωγή τους. Λίγο ή πολύ τα καφενεία αυτά αποτέλεσαν στον Πειραιά τους πρώτους πυρήνες επαγγελματικών σω-
ματείων και ήταν κύρια οι τόποι κλεισίματος εργασίας. Εκεί τα θέματα που αναπτύσσονταν ήταν ανάλογα με την επαγγελματική ειδικότητα των θαμώνων. Κάποια από τα καφενεία της Ακτής Μιαούλη -και όχι μόνο- ήταν «ναυτικά». Σε αυτά λοιπόν, ανεξάρτητα
από την ειδικότητα ή τον βαθμό των θαμώνων το κοινό ήταν οι περιγραφές από τρικυμίες, από ναυάγια, από ναυτικά ατυχήματα και συμβάντα αλλά και από σώσματα του Αγίου. Οι ιστορίες αμέτρητες και οι διηγήσεις άλλοτε έντονες άλλοτε μυστηριακές. Ειδικά την
προπολεμική εποχή, αλλά και τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, οι διηγήσεις και οι ναυτικές ιστορίες του Δεκέμβρη έδιναν κι έπαιρναν. Και έφταναν πολλές φορές να γίνουν και δημοσιεύματα στις εφημερίδες πανελλήνιας μάλιστα κυκλοφορίας. Βλέπετε όταν δεν υπάρχουν άλλα μέσα σωτηρίας, όταν οι τεχνικές εφευρέσεις του ανθρώπου στερεύσουν ή καταστούν ανίσχυρες στην δύναμη και στην ορμητικότητα των στοιχείων της φύσης, τότε ήταν που ξεκινούσαν οι επικλήσεις στο όνομα του Αγίου. Δεν ήταν τυχαίο άλλωστε ότι δεν υπήρχε πλοίο πολεμικό ή εμπορικό, υπερωκεάνιο, φορτηγό ή τρεχαντήρι και σκούνα που να μην ήταν
εφοδιασμένο με την εικόνα του Αγίου, με ένα καντήλι αναμμένο μπροστά του, πραγματικό ή ηλεκτρικό, για να φωτίζει την εικόνα του. Οι ναυτικοί μας σε πόλεμο ή ειρήνη έστεκαν πάντοτε με σεβασμό στις παραδόσεις και στην πίστη.
Την μεταπολεμική εποχή που η τεχνολογία εξελίχθηκε τα πλοία οργώνουν τις θάλασσες αδιάκοπα. Δεν παύουν τα σκάφη να
ταξιδεύουν για να εξυπηρετούν τους επιβάτες και το εμπόριο. Δύσκολα βρίσκεται χρόνος και για την πίστη και για τις παρα-
δόσεις. Η εποχή μας δίνει προτεραιότητα σε άλλα… Δεν είναι η πίστη που οπισθοχωρεί, δεν είναι τα ήθη και παραδόσεις
μας είναι ο άνθρωπος, που με γοργά βήματα οπισθοδρομεί σε κάτι που εκείνος μόνο αντιλαμβάνεται ως εξέλιξη. Μέχρι και
τα τέλη της δεκαετίας του 1930 όταν στον Πειραιά γινόταν η περιφορά της εικόνας του Αγίου Νικολάου οι ναυτικοί μας έβγα-
ζαν τα κασκέτα που τότε συνήθιζαν να φορούν κι αποκαλύπτονταν. Έβγαλαν δηλαδή το ναυτικό τους καπέλο καθώς με αυτό τον τρόπο απέδιδαν τιμές στον Άγιο στρεφόμενοι προς τη θάλασσα έστω και αν δεν την έβλεπαν αλλά ακούγοντας και μόνο τις καμπάνες τις περιφοράς. Ο σεβασμός ήταν ένα ακόμα από τα πολλά κοινωνικά στοιχεία που χάθηκαν και που κάποτε μας διέκριναν ως λαό. Σεβασμός, πίστη, αφοσίωση, ευγένεια, αγάπη, φιλότιμο. Ειδικά το τελευταίο έφυγε πρώτο!
Θα επιστρέψουμε όμως στις ναυτικές μας Δεκεμβριανές διηγήσεις με μια μικρή ιστορία. Ήταν κάποτε εδώ στον Πειραιά ένας ψα-
ριανός εφοπλιστής, Νικολής στο όνομα, που καπετάνευε στο πλοίο του. Μοναχοβάπορος καραβοκύρης ο Καπετάν Νικολής
Δεκέμβρη μήνα είχε ξεκινήσει από τη Σύρα με ήρεμα σχετικά νερά με προορισμό την Οδησσό. Και ενώ είχε φτάσει στη Μαύρη Θάλασσα τον έπιασαν οι δύσκολοι καιροί. Παραμονή του Άη Νικόλα συνέβαιναν αυτά και ο καπετάν Νικολής το έλεγε και το επαναλάμβανε ότι μαύρη θα ήταντελικώς η γιορτή του όπως και η θάλασσα που ταξίδευε. Τα κύματα θα σκέπαζαν πλήρωμα και καράβι. Μέσα στο χαλασμό και στην αντάρα έψαχνε με τα μάτια ορθάνοιχτα μέσα στο σκοτάδι να βρει το λιμάνι της Οδησσού να ξεπροβάλει στην πλώρη του. Μα κανένα φως δεν διακρινόταν στον ορίζοντα. Δεν μπορούσε να το εξηγήσει. Ο μπούσουλας έδειχνε ότι το πλοίο ήταν λίγο έξω από το λιμάνι! Μα φως δεν έβλεπε πουθενά! Ήταν δυνατόν μια τέτοια μεγάλη πολιτεία όπως η Οδησσός να είναι σκοτεινή;«Άη Νικόλα, κάνε να φτάσουμε στην Οντέσσα και τότε θα δεις μια λαμπάδα που θα κάψω για χάρη σου» είπε απελπισμένος ο Καπετάν Νικολής. Συνέχιζε για ώρες να χτενίζει με τα μάτια του το πέλαγος. Το ίδιο έκανε και ο ναύτης ο πηδαλιούχος και οι άλλοι του πληρώματος που είχαν ανέβει δίπλα του στη γέφυρα. Καθώς ηένταση και η αγωνία τον είχαν καταβάλλει, αθέλητα και για λίγο μόνο, όρθιος καθώς στεκόταν, έκλεισε τα μάτια του και τότε άκουσε δίπλα του κάποιον με ήρεμη φωνή να του λέει «Μη φοβάσαι Νικολή και τίποτε δεν θα γίνει στην γιορτή σου». Αμέσως άνοιξε διάπλατα και πάλι τα μάτια του
και ρώτησε ποιος του απηύθυνε το λόγο. Μα κανένας από όσους βρίσκονταν στη γέφυρα δεν αποκρίθηκε. Η νύχτα που στο μεταξύ έφευγε παραχώρησε τη θέση της στο πρώτο φως του ουρανού. Η θάλασσα ηρέμησε και το λιμάνι της Οδησσού φάνηκε καθαρά να διαγράφεται στην πλώρη τους. Ο καπετάν Νικολής τήρησε το τάμα του και άναψε μια μεγάλη λαμπάδα στον Άγιο Νικόλαο της Οδησσού. Το ίδιο έκανε και όταν κάποτε επέστρεψε στον Πειραιά.Μα δεν είπε τίποτα σε κανέναν διότι δεν ήθελε να τον περάσουν για τρελό. Για αυτό και τα τάματα γίνονται κρυφά. Βλέπεις στις εκκλησιές τάματα να κρέμονται γύρω από τις εικόνες και αναρωτιέσαι. Πότε νάγινε αυτό; Ποιος να το έκανε; Ο δικός μας ο Άγιος Νικόλαος εδώ στον Πειραιά εκτός από των Υδραίων και των ναυτικών κατέχει και μια σημαντική θέση στους μετανάστες μας. Διότι τα παλαιότερα χρόνια από τον επιβατικό σταθμό που λειτουργούσε δίπλα στο Τελωνείο Πειραιώς, αναχωρούσαν χιλιάδες Έλληνες μετανάστες με πλοία της γραμμής που εκτελούσαν δρομολόγια προς Αμερική και Αυστραλία. Οι οικογένειες που αποχαιρετούσαν τους προσφιλείς ανθρώπους τους, άναβαν κεριά και προσεύχονταν στον Άγιο Νικόλαο, παρακαλώντας να εξασφαλίσει ασφαλές ταξίδι στον οικείο τους, αλλά και πρόοδο και ευημερία στη χώρα που μετανάστευε. Ο ναός του Αγίου Νικολάου καθώς βρισκόταν έναντι του μεγαλύτερου σταθμού αποχωρισμού χιλιάδων Ελλήνων για την ξενιτιά, προσέφερε μια εικόνα παρηγοριάς στις οικογένειες των μεταναστών αλλά και στους ίδιους τους μετανάστες, που τον κρατούσαν ως τελευταία εικόνα στα μάτια τους και στη θύμησή τους, αναχωρώντας για πάντα από την Ελλάδα. Ο Άγιος Νικόλαος ήταν η τελευταία εικόνα των μεταναστών που κρατούσαν φυλαγμένη από μια χώρα που πολλοί αποχαιρέτισαν για πάντα.