Σε συνέχεια των ανακοινώσεων μεταξύ «ΠΕΙΡΑΙΑ-ΝΙΚΗΤΗ» και «ΛΙΜΑΝΙΟΥ ΤΗΣ ΑΓΩΝΙΑΣ»
με αφορμή το διάλογο στη Β’ Δημοτική Κοινότητα Πειραιά η εφημερίδα Κοινωνική παραθέτει την άποψη της. (Διαβάστε εδώ τις ανακοινώσεις)
1. Η εφημερίδα μας παρακολουθεί και παρευρίσκεται σχεδόν όλα τα πολιτικά, δημοτικά και κοινωνικά δρώμενα του Πειραιά.
2. Προπηλακισμός ομιλητή στην εκδήλωση δεν έγινε. Αντιθέτως θα μπορούσαμε να πούμε πως η προκλητικότητα υπερίσχυσε.
3. Θεωρούμε πως η παρουσία των δημοτικών συμβούλων της αντιπολίτευσης είναι δημοκρατικό δικαίωμα, το οποίο σίγουρα έχει σεβαστεί και στις τρεις έως τώρα εκδηλώσεις διαλόγων του Δημάρχου με τους πολίτες του Πειραιά.
4. Η λεκτική πρόκληση, ο τρόπος και η διαστρέβλωση των λεγομένων κατά την άποψή μας θέλουν να δημιουργήσουν ένταση και όχι εποικοδομητικό διάλογο και συζήτηση
5. Προπηλακισμούς, ένταση, ανάρμοστες συμπεριφορές και χαμηλό επίπεδο διαλόγου, η εφημερίδα μας έχει δει και έχει ακούσει μόνο στην αίθουσα του δημοτικού συμβουλίου… Δυστυχώς.
6. Η προεκλογική περίοδος φυσικά δυναμιτίζει το κλίμα, αλλά δεν μπορεί να διαστρεβλώνει γεγονότα και καταστάσεις.
Πάντως σε εκδήλωση που παρευρίσκονται μέσα ενημέρωσης, όταν βιντεοσκοπείται και όταν συμμετέχουν πολίτες,
η ακρίβεια των λεγομένων και των όσων γράφονται θα πρέπει να είναι απόλυτη.
Αλλιώς είναι δεοντολογικά επιβεβλημένη η κριτική των πράξεων και των λεγομένων σε γεγονότα που είμαστε «παρών».
Σίγουρα το κλίμα όσο περνάει ο καιρός προς την κάλπη τορπιλίζεται.
Ενημερώνουμε όλους τους συνδυασμούς που θα συμμετέχουν στις εκλογές του Μαϊου πως η ακρίβεια και η ορθότητα είναι σημαντικός παράγοντας για τον πολιτκό μας πολιτισμό.
α) προπηλακισμός ο [propilakizmós] Ο17 : (λόγ.) η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του προπηλακίζω, ο χλευασμός, ο διασυρμός, ο εξευτελισμός: Επιτέθηκαν εναντίον τους με βρισιές και προπηλακισμούς. [λόγ. < αρχ. προπηλακισμός]
β) προκλητικότητα η [proklitikótita] Ο28 : η ιδιότητα του προκλητικού, ο τρόπος, η συμπεριφορά που περιέχει πρόκληση: Aπάντησε / φέρθηκε / μίλησε με ~. Tον κοίταξε με ~. H στάση του ήταν γεμάτη ~.[λόγ. προκλητικ(ός) -ότης > -ότητα]