Εφημερίδα Κοινωνική

Μείωση φόρων και συγκράτηση δαπανών συνιστά η Τράπεζα της Ελλάδος

 Breaking News

Μείωση φόρων και συγκράτηση δαπανών συνιστά η Τράπεζα της Ελλάδος
11 Ιουλίου 2017

Βελτίωση όλων των δεικτών του χρηματοπιστωτικού συστήματος καταγράφει η εξαμηνιαία έρευνα της ΤτΕ, παρά την αύξηση, κατά το α” τρίμηνο, των μη Εξυπηρετούμενων Ανοιγμάτων των τραπεζών λόγω της αβεβαιότητας για το κλείσιμο της β” αξιολόγησης.

Ωστόσο, κρούει καμπανάκι κινδύνου για το γεγονός ότι το σύστημα παραμένει ευάλωτο, υπογραμμίζοντας ότι οι μεγαλύτερες προκλήσεις σήμερα παραμένουν η αποτελεσματική διαχείριση του υψηλού αποθέματος των Mη Eξυπηρετούμενων Ανοιγμάτων (κόκκινα δάνεια) και η περαιτέρω μείωση της χρηματοδότησης των τραπεζών από τον ELA.

«Oι μεσοπρόθεσμες προοπτικές για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα εμφανίζονται ευοίωνες» και «το 2017 αναμένεται θετικός ρυθμός οικονομικής ανάπτυξης στην Ελλάδα κατά 1,6%», τονίζει η ΤτΕ. Συμπληρώνει ότι «το τραπεζικό σύστημα είναι σε πολύ καλύτερη κατάσταση, ωστόσο δεν υπάρχουν περιθώρια εφησυχασμού».

Όπως υπογραμμίζει, «το εγχώριο χρηματοπιστωτικό σύστημα παραμένει ευάλωτο σε μακροοικονομικές και χρηματοπιστωτικές διαταραχές. Επιπροσθέτως, διεθνώς το εποπτικό και θεσμικό περιβάλλον γίνεται συνεχώς αυστηρότερο, καθώς οι αρχές και οι κυβερνήσεις δεν θέλουν να επαναληφθούν τα λάθη του παρελθόντος».

Η Τράπεζα της Ελλάδος υπογραμμίζει ακόμα την ανάγκη αλλαγής του μείγματος δημοσιονομικής πολιτικής, ώστε να γίνει περισσότερο υποστηρικτική ως προς την ανάπτυξη.

Ακόμη, παρατηρεί ότι «θα πρέπει να γίνει ανακατανομή των δαπανών σε τομείς που θα έχουν σημαντικότερη αναπτυξιακή επίδραση», αλλά και πώς «θα πρέπει να αλλάξει και ο φοροκεντρικός χαρακτήρας της δημοσιονομικής πολιτικής μέσω της μείωσης των φορολογικών συντελεστών και της συγκράτησης των δαπανών».

Σύμφωνα με την ΤτΕ, για να καταπολεμηθεί η φοροδιαφυγή και να αυξηθούν τα δημόσια έσοδα, θα πρέπει να υλοποιηθούν αποτελεσματικά οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις στη φορολογική διοίκηση και να ενισχυθούν οι έλεγχοι.

Ακολουθεί η επισκόπηση της έκθεσης της ΤτΕ:

«Η σταδιακή πορεία ανάκαμψης του χρηματοπιστωτικού συστήματος συνεχίστηκε το 2016 και τους πρώτους μήνες του 2017.

Η σταθεροποίηση και βελτίωση των οικονομικών συνθηκών συνέβαλε στην εμπέδωση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας, η οποία με τη σειρά της αναμένεται να συμβάλει στην περαιτέρω ενίσχυση της δραστηριότητας στην πραγματική οικονομία. Η ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης του τρίτου Προγράμματος Οικονομικής Προσαρμογής επιβεβαιώνει την πρόοδο που έχει συντελεστεί στο πεδίο της δημοσιονομικής προσαρμογής και των απαιτούμενων διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και αίρει την αβεβαιότητα σχετικά με την εξυπηρέτηση των άμεσων δανειακών αναγκών της χώρας. Οι εξελίξεις αυτές δύναται να βελτιώσουν το οικονομικό κλίμα και τις προοπτικές ανάπτυξης. Ωστόσο, σημαντικές προκλήσεις για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα παραμένουν, με κυριότερες την αποτελεσματική διαχείριση του υψηλού αποθέματος των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (ΜΕΑ) και την περαιτέρω μείωση της χρηματοδότησης των τραπεζών από το μηχανισμό παροχής έκτακτης ρευστότητας (Emergency Liquidity Assistance).

Το 2016 η ανθεκτικότητα του τραπεζικού τομέα ενισχύθηκε. Οι ελληνικές εμπορικές τράπεζες εμφάνισαν οριακά κέρδη προ φόρων σε ενοποιημένη βάση μετά από μια σειρά ζημιογόνων χρήσεων. Στην επάνοδο στην κερδοφορία συνέβαλαν η βελτίωση των λειτουργικών αποτελεσμάτων και κυρίως η μεγάλη μείωση των προβλέψεων για τον πιστωτικό κίνδυνο.

Παράλληλα, βελτιώθηκαν περαιτέρω οι δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας των τραπεζών, καθώς μειώθηκε το σταθμισμένο για τον κίνδυνο ενεργητικό τους στο πλαίσιο της πώλησης μη κύριων δραστηριοτήτων στην Ελλάδα και το εξωτερικό.

Όσον αφορά τους τραπεζικούς κινδύνους, ο πιστωτικός κίνδυνος εμφάνισε σταθεροποιητικές τάσεις, αλλά παραμένει αναμφισβήτητα η μεγαλύτερη πρόκληση που αντιμετωπίζει ο τραπεζικός τομέας. Σε απόλυτο μέγεθος, το απόθεμα των ΜΕΑ συρρικνώνεται με βραδύ ρυθμό για τέσσερα συνεχόμενα τρίμηνα, έχοντας φθάσει στη μέγιστη τιμή του το Μάρτιο του 2016. Ωστόσο, το ποσοστό των μη εξυπηρετούμενων δανείων αυξήθηκε στο α ́ τρίμηνο του 2017 εξαιτίας της μείωσης του συνολικού υπολοίπου των δανείων, αλλά και της αυξημένης αβεβαιότητας από την παράταση των διαπραγματεύσεων σχετικά με τη δεύτερη αξιολόγηση του τρίτου Προγράμματος Οικονομικής Προσαρμογής. Εντονότερα, επηρεάστηκε το χαρτοφυλάκιο στεγαστικών δανείων.

Η Τράπεζα της Ελλάδος και η Πολιτεία έχουν υλοποιήσει σειρά μέτρων για την αντιμετώπιση των παραγόντων που εμπόδιζαν τις προσπάθειες των τραπεζών να διαχειριστούν αποτελεσματικά το πρόβλημα των MEA.

H αναμόρφωση του νομοθετικού πλαισίου σxετικά με την αφερεγγυότητα, η διευθέτηση της φορολογικής μεταχείρισης των διαγραφών και πωλήσεων δανείων και η νομική προστασία των στελεχών που χειρίζονται τις αναδιαρθρώσεις δανείων, αποτελούν μέτρα που αναμένεται να διευκολύνουν την προσπάθεια μείωσης των ΜΕΑ μέχρι το τέλος του 2019, σύμφωνα με τους επιχειρησιακούς στόχους που έχουν τεθεί.

Επικουρικά, η επικείμενη ενεργοποίηση του μηχανισμού για την εξωδικαστική διευθέτηση οφειλών, ενδέχεται να λειτουργήσει θετικά, καθώς συγκεντρώνει ορισμένα πλεονεκτήματα, όπως π.χ. η καθολική αντιμετώπιση των οφειλών προς ιδιώτες και φορείς του Δημοσίου στην κατεύθυνση της εξεύρεσης μιας συνολικής λύσης, η οικειοθελής προσέλευση της υπερχρεωμένης επιχείρησης, το συνεκτικό χρονοδιάγραμμα και η σαφής διαδικασία λήψης αποφάσεων, η ηλεκτρονική πλατφόρμα διαχείρισης κ.λπ.

Παράλληλα, θετικά εκτιμάται επίσης ότι θα συμβάλει και η ανάπτυξη εφαρμογής για τη διενέργεια ηλεκτρονικών πλειστηριασμών ακινήτων, σε συνδυασμό με την τροποποίηση του θεσμικού πλαισίου αναφορικά με τις εταιρίες διαχείρισης μη εξυπηρετούμενων δανείων με γνώμονα τη διευκόλυνση της εισόδου περισσοτέρων εταιριών στην αγορά.

 

Υπενθυμίζεται ότι μέχρι στιγμής έχουν λάβει άδεια λειτουργίας τέσσερις εταιρίες.

 

Συμπληρωματικά με τα παραπάνω, το Ειδικό Θέμα Ι αναδεικνύει τη σημασία που έχει η εύρυθμη λειτουργία του δικαστικού συστήματος. Η σύντμηση του χρόνου της δικαστικής εκκαθάρισης της αφερεγγυότητας, και ειδικότερα της διαδικασίας ρευστοποίησης των εξασφαλίσεων από τα πιστωτικά ιδρύματα, δύναται να βελτιώσει σημαντικά την αξία των ΜΕΑ (Δεκέμβριος 2016: 106,3 δισ. ευρώ), διευκολύνοντας με τον τρόπο αυτό την πιο ενεργητική διαχείρισή τους στο πλαίσιο της λειτουργίας μιας αποτελεσματικής δευτερογενούς αγοράς. Ειδικότερα, για τα δάνεια που έχουν καταγγελθεί (Δεκέμβριος 2016: 48 δισ. ευρώ), η ανάλυση καταδεικνύει ότι τυχόν επιτάχυνση των δικαστικών διαδικασιών κατά τρία χρόνια θα μπορούσε να αυξήσει την ανακτήσιμη αξία τους κατά 7 δισ. ευρώ.

Αναφορικά με τον κίνδυνο ρευστότητας, σημαντική βελτίωση εμφάνισε συνολικά η ρευστότητα των πιστωτικών ιδρυμάτων. Η χρηματοδότηση από το Ευρωσύστημα εμφάνισε συνεχή πτωτική τάση, τόσο ως απόλυτο μέγεθος όσο και ως ποσοστό του συνολικού ενεργητικού των τραπεζών.

Η μείωση αυτή αποδίδεται:

α) στην πώληση ομολόγων του Ευρωπαϊκού Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας στην ΕΚΤ στο πλαίσιο του υφιστάμενου προγράμματος αγοράς τίτλων,

β) στη διευκόλυνση της πρόσβασης στη διατραπεζική αγορά,

γ) στη μείωση του ενεργητικού, εξαιτίας της πώλησης θυγατρικών και της απομόχλευσης που συντελείται, και

δ) στην ενίσχυση της καταθετικής βάσης.

Σε χαμηλό επίπεδο παρέμεινε ο κίνδυνος αγοράς των τραπεζών, με την ελληνική αγορά ομολόγων και μετοχών να παρουσιάζει έντονα ανοδικές τάσεις, γεγονός που λειτούργησε θετικά στις αποτιμήσεις των χαρτοφυλακίων.

Συνολικά για τον κίνδυνο αγοράς, σύμφωνα με προσομοιώσεις ακραίων καταστάσεων κρίσης, η επίπτωση στην κεφαλαιακή επάρκεια των πιστωτικών ιδρυμάτων από την πραγματοποίηση δυσμενών σεναρίων εκτιμάται ότι θα ήταν ιδιαίτερα περιορισμένη.

ΠΗΓΗ


 



Σχετικά άρθρα

Τελευταια

Εφημερεύοντα Φαρμακεία ΑΤΤΙΚΗΣ